Τέχνες / Λογοτεχνία – Βιβλίο Η ΕΜΠΝΕΥΣΗ ΤΟΥ “ΖΩΝΤΑΣ ΜΑΖΙ”...
σπρωγμένος απο μια ακατανόητη δύναμη που αλλοιώνει την επιθυμία, πιάνω τον εαυτό μου να κάνει σχέδια για ένα ξεχωριστό απομεσήμερο με πιο πολλές προσφορές, μποτιλιαρισμένο φαγητό και αγχωμένη διασκέδαση στις ουρές της έβδομης τέχνης…
Στο κεφάλι μου μέσα η θλίψη όλου του κόσμου σήμερα. Προσπαθώ να την κανακέψω. Να την ταχταρίσω. Να γνωριστούμε επιτέλους μπας και βγάλω λαβράκι. Να μου πει και κείνη, γιατί διάβολε πήγε και μου μπαστακώθηκε εκεί χρονιάρες μέρες. Ποιος της έδωσε το ελεύθερο. Τίνος σατανά παιχνίδι είναι κάθε χρόνο αυτό. Σε ποιο πακέτο Χριστουγεννιάτικων προσφορών περιέχεται. Όχι τίποτε άλλο, αλλά να, για να μην ξαναγοράσω. Ξέρετε τώρα πως είναι αυτά. Θέλουν να ξεφορτωθούν ένα προϊόν που δεν «τραβάει» όλο το χρόνο, το κοτσάρουν στα κεφάλια της ξελιγωμένης -πλην ματσωμένης- φυλής των εορτών και καθάρισαν. Θέλεις κύριε ταξιδάκι στην Κεντρική Ευρώπη Χριστουγεννιάτικα; Σου καρφώθηκε στο κεφάλι εκείνη η εξηνταδιάρα η επίπεδη; Θέλεις να αναβαθμίσεις τη σαλονοτραπεζαρία σε κάτι πιο σομόν; Κανένα πρόβλημα. Μόνο που μαζί με τις εκατό άτοκες θα πρέπει να πάρεις και μια εφάπαξ δόση καρακαταθλιψάρας, έτσι για να σε πάει γούρι η νέα χρονιά. Όχι ότι όλη την προηγούμενη σου έλειψαν οι δόσεις. Κάθε άλλο, οι θεραπευτές να ναι καλά που ξεφυτρώνουν πια σαν τα μανιτάρια μετά την μπόρα. Αλλά να, η εορταστική έχει άλλη χάρη. Και άλλη αίγλη. Φαίνεται εμπνέεται από το πνεύμα των Χριστουγέννων. Αυτό ντε, της αγάπης και της αλληλεγγύης, που ευδοκιμεί στον τόπο μας δεκαπέντε μέρες το χρόνο (άντε κι άλλες δεκαπέντε το Πάσχα). Μετά; Μετά τα κεφάλια μέσα και τα μαχαίρια ξανά έξω. Για να μη ξεχνιόμαστε…
Με τη μύτη χαλκομανία πάνω στο τζάμι, βαθιά μέσα στην Ερμού, ξαποσταίνω το ριμαδοκορμί λίγο απόμερα από τα εξοντωτικά ρίχτερ που εκπέμπει το μποτιλιαρισμένο πλακόστρωτο. Τα μάτια μου τάχα καρφωμένα σε κάτι μοδάτα κουστούμια -απ αυτά των δυο φορές το χρόνο- προσπαθούν να αποφύγουν τα κούφια βλέμματα και να φλερτάρουν για λίγο με την φιγούρα που καθρεφτίζεται δίπλα τους. Το χαμόγελο φτάνει σε μένα γενναιόδωρο, κι αυτό με κάνει να πιστέψω για μια στιγμή ότι είμαι κομμάτι αυτής της μοναδικής προσφοράς που διαλαλεί η βιτρίνα. Μου θυμίζω εκείνον το ζωντανό κούκλο που είχε εφεύρει ο επιχειρηματίας από τον Πειραιά κάποια χρόνια πριν, για να ανεβάσει τις πωλήσεις μέσα στις γιορτές. Το μόνο βέβαια που είχε καταφέρει, ήταν να ανεβάσει την κυκλοφορία μπροστά από τη βιτρίνα του. Γελώντας στρίβω απότομα το κεφάλι για να συναντήσω αυτό το χαμόγελο δίπλα μου, αλλά πέφτω πάλι πάνω στο κενό. Το απόλυτο τίποτα με εικόνα και ήχο.
Για την ακρίβεια ένα έγχρωμο βουητό που έρχεται από παντού και αδειάζει τις αισθήσεις μου. Σα να ρουφάει και το παραμικρό συναίσθημα που πάει να γεννηθεί αυτές τις άγιες μέρες. Προσπαθώντας να συγκρατήσω λίγο απ αυτό, χώνομαι μέσα στον συρφετό κι αφήνομαι να με παρασύρει η ορμή του. Ψάχνω να βρω τη σωστή κατεύθυνση για να πέσω πάνω στο γυάλινο χαμόγελο, αλλά οι ξεχαρβαλωμένες πυξίδες μου, λένε ότι αυτό είναι πια μάταιο. Η μορφή έχει οριστικά χαθεί μέσα στο τεράστιο χωνευτήρι, που αλέθει το διαφορετικό για να το ξεβράσει λίγο μετά πανομοιότυπο.
Η μεταλλαγμένη φυλή των εορτών μου θυμίζει κάτι από φυλακισμένους στο «Εξπρες του Μεσονυκτίου» που φέρνουν κύκλους μέσα στο τεράστιο κελί με το φως να μπαίνει από ψηλά. Το ατέλειωτο πήγαινε-έλα, Καπνικαρέα-Σύνταγμα δεν είναι τίποτε άλλο από αυτό. Κι’ αν νομίζει κανείς το αντίθετο, δεν έχει παρά να κοιτάξει τα πόδια των μελών της φυλής για να δει εκεί δεμένο όλο το βάρος τους. Τα βλέμματα πια δεν μαρτυρούν τίποτα. Ό,τι θέλει να πει ο καθένας, το περιφέρει σε δυο πόδια, σέρνοντας το και χτυπώντας το ηχηρά πάνω στο οδόστρωμά του. Δεν υπάρχει κουράγιο πια για να το σηκώσει και να το κρατήσει πιο ψηλά. Με την ψυχή στα πόδια περιδιαβαίνουν οι φύλαρχοι αλλά και οι υπήκοοί τους τις οδούς των εορτών τους, συνεπαρμένοι από την αγιότητα των δεκαπέντε αυτών ημερών. Αυτές τους δόθηκαν όλες κι όλες. Μ αυτές θα πορευτούν.
Με εκδρομές στην Πράγα, το ΙΚΕΑ, την Ερμού και το Ρέξ…
Για μετά; Η αγιοσύνη δυστυχώς διακόπτεται, χάνεται. Για να μας ξανάρθει πάλι σε τρεις μήνες, με καινούργιο δεκαπενθήμερο πακέτο προσφορών, που απευθύνεται σε ό,τι όσιο και ιερό μας έχει απομείνει.
Ανάλογα με τη δυνατότητα που κρύβεται στο πλάι του κάθε παντελονιού, η αγιότητα των ημερών χρειάζεται και το ιδιαίτερο πλαίσιο για να ανακουφίσει τις ψυχές της.
Και τις πληγές της…
Επιτέλους σταματώ μπροστά στο χαμένο γυάλινο χαμόγελο. Τα χάνω, δεν ξέρω τι να κάνω, τι να της πω. Εκείνη ακουμπά την βαλίτσα της σε μιαν άκρη και μου χαμογελά πάλι. Όπως και πριν. Γενναιόδωρα. Δεν τσιγκουνεύεται. Σα να γεννά το κορμί αυτό το γέλιο. Σα να είναι πάνω στο φλοιό της ψυχής της. Παιδική ψυχή, άγουρη, αταίριαστη με την ταλαιπωρημένη σκιά, τα θολά κόκκινα μάτια, το οστέινο λευκό πρόσωπο. Σκύβει και βγάζει κάτι από την βαλίτσα. Αρχίζει και βάφεται. Μια άσπρη και μαύρη ομορφιά ανάμεσα στο έγχρωμο τίποτα. Ένας ξεχωριστός κόσμος απέναντι στον πανομοιότυπο. Μια ακόμα ψευδαίσθηση που έχουν -φαίνεται- ανάγκη οι πολλοί για να αντέξουν την εικόνα του ίδιου, δίπλα τους.
Το βάθρο στήθηκε. Η εξέδρα ντυμένη χρυσή, την περιμένει ν’ ανέβει. Να χωρέσει πάνω στο λιλιπούτειο εμβαδόν, τη σιωπηλή ιστορία της. Μια ιστορία που δεν εκφωνείται, παρά δείχνεται, παίζεται. Σε μια γλώσσα που δεν μιλιέται πια. Μια νεκρή γλώσσα που λίγοι καταλαβαίνουν. Τη γλώσσα της ψυχής, με το κορμί ένα πολύπλοκο λεξιλόγιο. Όλο το κορμί. Να συσπάται. Να αιωρείται. Να γερνά και να ξαναγεννιέται. Να λέει τα πάντα μπροστά σ’ αυτό το πολύχρωμο και ηχηρό κενό.
Κόσμος πάει κι έρχεται. Κάποιοι σταματούν. Γελάνε. Κοιτάζουν γύρω μη και τους δει κανένα γνωστό μάτι. Πλησιάζουν και ρίχνουν κάτι μεταλλικό. Κάτι να κουδουνίσει, ν ακουστεί. Άλλοι δίνουν στο πιτσιρίκι να το πετάξει. Έτσι για να χαρεί, να δει πώς είναι η καλή πράξη κι έξω από την οθόνη. Την πατικωμένη, την επίπεδη…
Σαν τις καρδιές. Χαλκομανίες… ψεύτικες… περαστικές…
Κάποιοι στήνονται για φωτογραφία. Καμαρώνουν μπροστά στα δεκαπέντε megapixel τους με χαμόγελα που μοιάζουν ζωγραφισμένα, βαμμένα.
Η ασπρόμαυρη φιγούρα τους υποκλίνεται. Είναι η υψηλή πελατεία της. Ο λόγος για να ξαναστηθεί και αύριο και μεθαύριο. Όλες τις γιορτές.
Αναρωτιέμαι αν θα έπρεπε να κρυώνει. Θέλω να την αγγίξω, να της μιλήσω. Να της πω ότι θα είμαι και αύριο εδώ. Να θυμηθεί. Μην ξεχάσει να μου χαμογελάσει. Θα έρθω πάλι αύριο εδώ γι’ αυτό το χαμόγελο. Το έχω ανάγκη. Έχω ανάγκη από ένα χαμόγελο να έχει στόχο εμένα. Μόνο εμένα. Να φύγει από τον δωρητή του και να σκάσει κατ’ ευθείαν μέσα μου. Όχι σε κάποιο χάος γύρω μου.
Θα ήθελα να μπορούσα να ήμουν μόνος μπροστά σ’ αυτό το βάθρο. Να συνομιλώ μ’ αυτόν τον ασπρόμαυρο παράλληλο κόσμο, χωρίς να παρεμβάλλονται κουδουνίσματα και ψίθυροι, φλας και υποκλίσεις.
Αλλά δεν γίνεται. Ξέρω ότι δεν γίνεται. Αυτό το στριπτίζ δεν είναι πριβέ. Η έκθεση στην ακτινοβολία των πολλών, είναι που διατηρεί ζωντανή αυτή τη γλώσσα. Έστω κι’ αν λίγοι την ακούν, έστω κι’ αν λίγοι την καταλαβαίνουν, έστω κι’ αν ελάχιστοι είναι αυτοί που τη θαυμάζουν και την εκτιμούν.
Γιατί αυτή η επικοινωνία χρησιμοποιεί πολλούς ακροδέκτες που αναζητούν την επαφή… την αποδοχή… το χειροκρότημα…
Πέρασε κι’ ολας μία περίπου ώρα και το σώμα της μοιάζει να μην κινείται, την ίδια εκείνη στιγμή που αλλάζει χίλιες θέσεις μέσα στο χώρο και μ’ αυτές λέει σε όλους την ιστορία της.
Μια θλιμμένη ιστορία για όλους αυτούς που είναι τις γιορτές μόνοι και ψάχνουν να μοιραστούν αυτό που τους περισσεύει και που λείπει από κάποιους που δεν είναι…
Αν το κατορθώσουν -έστω και για λίγο- θα έχουν ανταλλάξει ένα πολύτιμο δώρο. Αυτό της αγάπης. Της αγάπης που κρύβεται πίσω από τα κόκκινα και υγρά βλέμματα και πηγαίνει ίσια στα κάτασπρα και στεγνά, που την έχουν πιο πολύ ανάγκη… Αυτό είναι το σκηνικό κάθε τέτοιας ιστορίας που ζωντανεύει αυτές τις φωτεινές και πλούσιες μέρες.
Κάποιοι βιαστικοί περνούν και με σπρώχνουν. Εγκλωβίζομαι μέσα στη δίνη της πορείας τους και την ακολουθώ ράθυμα, ανόρεχτα, χωρίς νεύρο. Παρασύρομαι από το πνεύμα των ημερών και μπαίνω κατ’ ευθείαν στο πνεύμα των αγορών. Αρχίζω το μπες-βγες στους ναούς του σύγχρονου καταναλωτικού γίγνεσθαι και μεταμορφώνομαι. Γίνομαι ένας μικρός Πουκ που είναι έτοιμος να ανακατέψει συναισθήματα και επιθυμίες όχι μόνο γύρω του αλλά και μέσα του. Κυρίως εκεί…
Για να έρθει ο χρόνος ο αδυσώπητος, να με ξεβράσει ώρες μετά στο τραίνο της επιστροφής, φορτωμένο σακούλες με δώρα. Ένας ακόμα Άγιος Βασίλης γεμάτος προσδοκίες των άλλων και χρέη για την πιστωτική του κάρτα. Για τις δικές του επιθυμίες ούτε λόγος. Που βρίσκονται; Σε πιο αρχείο της καρδιάς του είναι αποθηκευμένες; Έχουν πάψει να τον ενοχλούν από καιρό. Να του υπενθυμίζουν την παρουσία τους, την ανάγκη τους για άνοιγμα, πραγματοποίηση, ξόδεμα.
Αλήθεια, πότε ξόδεψε για τελευταία φορά μια δικιά του, μια κατά δικιά του επιθυμία;
Δεν μπορεί να θυμηθεί. Αλλά και δεν χρειάζεται να θυμηθεί. Η μνήμη δεν σηκώνει πλέον περιττές πληροφορίες. Η ζωή του η ίδια δεν χωράει πλέον περιττά γεγονότα. Μόνο τα χρήσιμα, τα απαραίτητα, τα χρυσοφόρα. Οι επιθυμίες είναι πια συνώνυμες με τα όνειρα. Και αυτά μόνο σαν ερμηνεία σε ομάδες ψυχοθεραπείας βρίσκουν τώρα το νόημά τους… Μέχρι εκεί…
Με το οπτικό μου πεδίο καλυμμένο από τις σακούλες, κατευθύνομαι από ένστικτο στο πάρκιγκ της Πλακεντίας.
Επιτέλους σπίτι…
Λίγο πριν φτάσω στο αυτοκίνητο, μια φωνή από κάποιο καταναλωτικό υπερπέραν με επαναφέρει στην πραγματικότητα…
« Mall ! »
Σαν υπνωτισμένος πατώ τη μίζα και ξεκινώ για τον άλλον επίγειο, πλην πολύ επίπεδο παράδεισο του λεκανοπέδιου.
Τέσσερα γράμματα για διακόσιες επώνυμες προκλήσεις μέσα σε δεκάδες στρέμματα και με χιλιάδες προσκυνητές να τα διασχίζουν, είναι ό,τι πιο απαστράπτων αναζητούν οι ψυχές της φυλής για το περιεχόμενο του δικού τους άγιου δεκαπενθήμερου.
Σπρωγμένος από μια ακατανόητη δύναμη που αλλοιώνει την επιθυμία, πιάνω τον εαυτό μου να κάνει σχέδια για ένα ξεχωριστό απομεσήμερο με πιο πολλές προσφορές, μποτιλιαρισμένο φαγητό, και αγχωμένη διασκέδαση στις ουρές της έβδομης τέχνης.
Καθώς περνώ κάτω από τις ανισόπεδες της «Αττικής», νοιώθω σαν αυτοκράτορας που διασχίζει τις αψίδες του θριάμβου στην πορεία του για μια ακόμα κατάκτηση.
Με το φόβο πάντα στο ξενύχιασμα και στο τσαλαπάτημα, αρκούμαι στις περιοχές του πολυχώρου με τις μικρότερες απώλειες. Ψάχνοντας βρίσκει κανείς, ακόμα κι εδώ, ακόμα και σήμερα, μικρές οάσεις που χαρίζουν στο εορταστικό προσκύνημα αυτό που θα πρεπε να εμπεριέχει.
Αγοραστική κατάνυξη…
Χαζεύω -γελώντας- τη φρακαρισμένη κυλιόμενη, με την ελπίδα ότι θα αδειάσει κάποτε για να ανέβω κι εγώ σε άλλο επίπεδο…
Άδικος κόπος. Πρέπει να σπρώξω, να πατηθώ, σχεδόν να συρθώ για να αναρριχηθώ κι εγώ σ’ αυτό το άλλο, το ανώτερο επίπεδο των αγορών μου. Αρνούμενος να γίνω κομμάτι αυτής της γελοίας ουράς, ξαποσταίνω το βάρος μου πάνω σε μια τεράστια γλάστρα με κάτι μέσα της που μοιάζει με φυτό. Ένα e-φυτό. Ναι, ακριβώς αυτό μου θυμίζει το περιεχόμενο. Ένα πολύχρωμο ψηφιακό πλαγκτόν λουστραρισμένο και σιδερωμένο πάνω στην εικοσάρα μου, αυτή με τους υγρούς κρυστάλλους που κολυμπάνε στο εσωτερικό της.
Τίποτα απ’ όσα συμβαίνουν γύρω μου δεν μοιάζει αληθινό. Ακόμα και το διπλό μεταλλαγμένο μπιφτέκι που προσπαθούν αξιοπρεπώς να τεμαχίσουν οι μασητήρες και ν’ απολαύσουν οι νεκρωμένοι μου κάλυκες, μοιάζει ψεύτικο, λούτρινο.
Όλα εδώ γίνονται σα να χουν ξανασυμβεί. Τίποτα το καινούργιο, το μοναδικό. Μια αέναη επανάληψη που οδηγεί στο ίδιο πάντα αδιέξοδο. Στο ίδιο πάντα ερώτημα που θέτει ο επισκέπτης όταν βρίσκεται το βράδυ χαλαρός στο κρεβάτι του και ατενίζει το ταβάνι του απολογισμού του.
«Γιατί βρέθηκα εγώ εκεί σήμερα ;»
Για να πάρει βέβαια πάντα την ίδια απόκριση από ψηλά…
«Μα…είναι το μεγαλύτερο της Ευρώπης. Κι έπειτα…αρέσει και στα παιδιά…»
Αρέσει και στα παιδιά! Αυτό μάλιστα. Γιατί αν δεν άρεσε στα παιδιά, όλη η Αθήνα θα είχε μετακομίσει τώρα σε άλλον πολύ επίπεδο εορταστικό παράδεισο. Πώς να το κάνουμε. Όλοι μας από αυτά εξαρτώνται. Μικρά ή μεγάλα. Όλα τις ίδιες ανάγκες, τις ίδιες σιδερωμένες επιθυμίες, την ίδια γιορταστική προσομοίωση, που πρέπει οι Αγιοβασίληδες των ημερών να ζωντανέψουν. Αυτοί να νοιαστούν, αυτοί να τρέξουν, αυτοί να συντονίσουν, αυτοί να φάνε και την κριτική από καθ’ έδρας. Πάντα αυτοί. Πάντα οι ίδιοι… Τα θέλω είναι υπόθεση των μικρών, τα μπορώ των μεγάλων. Και δεν έχει βέβαια να κάνει τίποτε αυτό με ηλικίες και άλλα τέτοια φαιδρά. Γιατί ακόμα και τα βιολογικά σύνορα στο ίδιο χωνευτήρι ρίχνονται, για να εκβραστούν αργότερα κι αυτά επιπεδωμένα. Εξ άλλου οι κάθε λογής παραγωγοί ψευδαισθήσεων σ’ αυτό ακριβώς στοχεύουν. Από πέντε μέχρι ογδόντα πέντε, όλοι ένα σχολείο, μια κατασκήνωση, μια παιδική χαρά. Να κοιτάζουν μπροστά και να βλέπουν ένα ομοιόμορφο δάσος με κοντοκουρεμένα και ισοϋψή δέντρα.
Είναι πολύ πιο εύκολο έτσι…
Η μαζική παραγωγή αυτών των ψευδαισθήσεων χρειάζεται και την μαζική κάθοδο των όμοιων, με τα νεανικά πρόσωπα και τις ακόμα πιο νεανικές ψυχές. Γι’ αυτό και η κατασκευή «νέων» καταναλωτών είναι το ζητούμενο της εποχής. Να μεγαλώσει η γκάμα, να διευρυνθεί, να διοχετεύσει στις πλατφόρμες και τα δοκιμαστήρια, φρέσκο αίμα ανυποψίαστων -κυρίως αυτών- χρηστών. Η εικόνα των υπέργηρων εφήβων με τα χερούλια του Playstation-2 παραμάσχαλα και τα βομβαρδισμένα Zara με τις μεσόκοπες κυρίες ζαλωμένες το υποτιμημένο λάφυρο, σε αυτό ακριβώς παραπέμπουν. Στη γέννηση μιας νέας γενιάς, που είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ομοούσιας και αδιαίρετης τριάδας, παραγωγή- διαφήμιση- κατανάλωση. Ένα τρίγωνο των Βερμούδων που σε ρουφάει στα έγκατά του και δεν σε βγάζει στην επιφάνεια, παρά αφού πρώτα σιγουρευτεί ότι έχει αναγνωρίσει, έχει μπλοκάρει, έχει στραγγίξει όλα σου τα user και όλα σου τα password. Εσύ δεν έχεις τίποτα για να σκεφτείς. Οι αντιδράσεις πρέπει να είναι αστραπιαίες, σίγουρες!
Αποδοχή, κάθοδος, στοίχιση, PIN, επανάληψη…
Έξω σουρουπώνει. Ο ήλιος της Αθήνας πάει να χαθεί. Μαζί του άλλη μια μέρα μου. Θέλω να σώσω ό,τι απόμεινε. Να μη φύγει κι’ αυτή έτσι, χωρίς ένα αντίο, ένα κατευόδιο, κάτι τις. Κουβαλάω το βάρος από τις καινούργιες σακούλες, με τα καινούργια θέλω μέσα τους. Μόνο που εγώ δε μπορώ να τα σηκώσω. Είναι πολύ βαριά πια για μένα. Βγαίνω τρέχοντας έξω, στο τεράστιο αίθριο του πολυχώρου. Τις παραδίνω μ’ ένα χαμόγελο στον πρώτο προσκυνητή της φυλής που πέφτει επάνω μου. Κατευθύνομαι στα κάγκελα. Να προλάβω -χωρίς κανένα βάρος- τον ήλιο που φεύγει. Να δω γιατί νοιώθω έτσι. Γιατί κάθε φορά που βρίσκομαι απέναντί του αισθάνομαι σαν να χάνω κάτι ξεχωριστό. Δεν το έχω βρει ακόμα. Ίσως ποτέ. Ίσως σήμερα. Ο ήλιος είναι ένα κομμάτι της ζωής μου που το χάνω και το βρίσκω κάθε μέρα. Κάθε μέρα είναι εκεί για μένα, όμως εγώ κάθε απόγευμα βιώνω μια καινούργια απώλεια. Σαν κάτι οικείο που δεν θα ξαναδώ και που είναι τόσο πολύτιμο για να είναι μόνο δικό μου. Όπως η μέρα μου. Που την χάνω και την ξαναβρίσκω. Που τη χαρίζω και την παίρνω πίσω κάθε φορά.
Ίσως να είναι αυτό που θέλω από δω και μπρος. Να χαρίζω τις μέρες μου, τις ώρες μου, τις στιγμές μου. Όποτε θέλω. Σ’ όποιον θέλω. Κι αν το θέλω. Να δίνω με χαρά, να δέχομαι χωρίς ενοχή. Ν’ ανοίγω την αγκαλιά μου και να χωράω μέσα της τα πάντα αλλά και τίποτα, με το ίδιο κόστος…
Κάνω να φύγω και βλέπω τον υπήκοο της φυλής να με κοιτάζει απορημένος με τις σακούλες μου στο χέρι του.
Του γνέφω με νόημα πως είναι δικές του.
Μου γνέφει με νόημα πως είμαι μ@λ@κ@ς.
Μέχρι να το ξανασκεφτούμε, βρίσκομαι στο αυτοκίνητο και απομακρύνομαι, χάνομαι μέσα στο βουητό που σβήνει σταδιακά.
Άλλο ένα βράδυ για να περιδιαβάσω τη μοναξιά μου… Δεν έχω άλλο τίποτα να δώσω σήμερα… τίποτα να πάρω…
Είμαι καλά…
πέρασε κι όλας μια ώρα περίπου και το σώμα της μοιάζει να μη κινείται, την ίδια στιγμή που αλλάζει χίλιες θέσεις μέσα στο χώρο και με αυτές λέει σε όλους την ιστορία της…
Στο κεφάλι μου μέσα η θλίψη όλου του κόσμου σήμερα. Προσπαθώ να την κανακέψω. Να την ταχταρίσω. Να γνωριστούμε επιτέλους μπας και βγάλω λαβράκι. Να μου πει και κείνη, γιατί διάβολε πήγε και μου μπαστακώθηκε εκεί χρονιάρες μέρες. Ποιος της έδωσε το ελεύθερο. Τίνος σατανά παιχνίδι είναι κάθε χρόνο αυτό. Σε ποιο πακέτο Χριστουγεννιάτικων προσφορών περιέχεται. Όχι τίποτε άλλο, αλλά να, για να μην ξαναγοράσω. Ξέρετε τώρα πως είναι αυτά. Θέλουν να ξεφορτωθούν ένα προϊόν που δεν «τραβάει» όλο το χρόνο, το κοτσάρουν στα κεφάλια της ξελιγωμένης -πλην ματσωμένης- φυλής των εορτών και καθάρισαν. Θέλεις κύριε ταξιδάκι στην Κεντρική Ευρώπη Χριστουγεννιάτικα; Σου καρφώθηκε στο κεφάλι εκείνη η εξηνταδιάρα η επίπεδη; Θέλεις να αναβαθμίσεις τη σαλονοτραπεζαρία σε κάτι πιο σομόν; Κανένα πρόβλημα. Μόνο που μαζί με τις εκατό άτοκες θα πρέπει να πάρεις και μια εφάπαξ δόση καρακαταθλιψάρας, έτσι για να σε πάει γούρι η νέα χρονιά. Όχι ότι όλη την προηγούμενη σου έλειψαν οι δόσεις. Κάθε άλλο, οι θεραπευτές να ναι καλά που ξεφυτρώνουν πια σαν τα μανιτάρια μετά την μπόρα. Αλλά να, η εορταστική έχει άλλη χάρη. Και άλλη αίγλη. Φαίνεται εμπνέεται από το πνεύμα των Χριστουγέννων. Αυτό ντε, της αγάπης και της αλληλεγγύης, που ευδοκιμεί στον τόπο μας δεκαπέντε μέρες το χρόνο (άντε κι άλλες δεκαπέντε το Πάσχα). Μετά; Μετά τα κεφάλια μέσα και τα μαχαίρια ξανά έξω. Για να μη ξεχνιόμαστε…
Με τη μύτη χαλκομανία πάνω στο τζάμι, βαθιά μέσα στην Ερμού, ξαποσταίνω το ριμαδοκορμί λίγο απόμερα από τα εξοντωτικά ρίχτερ που εκπέμπει το μποτιλιαρισμένο πλακόστρωτο. Τα μάτια μου τάχα καρφωμένα σε κάτι μοδάτα κουστούμια -απ αυτά των δυο φορές το χρόνο- προσπαθούν να αποφύγουν τα κούφια βλέμματα και να φλερτάρουν για λίγο με την φιγούρα που καθρεφτίζεται δίπλα τους. Το χαμόγελο φτάνει σε μένα γενναιόδωρο, κι αυτό με κάνει να πιστέψω για μια στιγμή ότι είμαι κομμάτι αυτής της μοναδικής προσφοράς που διαλαλεί η βιτρίνα. Μου θυμίζω εκείνον το ζωντανό κούκλο που είχε εφεύρει ο επιχειρηματίας από τον Πειραιά κάποια χρόνια πριν, για να ανεβάσει τις πωλήσεις μέσα στις γιορτές. Το μόνο βέβαια που είχε καταφέρει, ήταν να ανεβάσει την κυκλοφορία μπροστά από τη βιτρίνα του. Γελώντας στρίβω απότομα το κεφάλι για να συναντήσω αυτό το χαμόγελο δίπλα μου, αλλά πέφτω πάλι πάνω στο κενό. Το απόλυτο τίποτα με εικόνα και ήχο. Για την ακρίβεια ένα έγχρωμο βουητό που έρχεται από παντού και αδειάζει τις αισθήσεις μου. Σα να ρουφάει και το παραμικρό συναίσθημα που πάει να γεννηθεί αυτές τις άγιες μέρες. Προσπαθώντας να συγκρατήσω λίγο απ αυτό, χώνομαι μέσα στον συρφετό κι αφήνομαι να με παρασύρει η ορμή του. Ψάχνω να βρω τη σωστή κατεύθυνση για να πέσω πάνω στο γυάλινο χαμόγελο, αλλά οι ξεχαρβαλωμένες πυξίδες μου, λένε ότι αυτό είναι πια μάταιο. Η μορφή έχει οριστικά χαθεί μέσα στο τεράστιο χωνευτήρι, που αλέθει το διαφορετικό για να το ξεβράσει λίγο μετά πανομοιότυπο.
Η μεταλλαγμένη φυλή των εορτών μου θυμίζει κάτι από φυλακισμένους στο «Εξπρες του Μεσονυκτίου» που φέρνουν κύκλους μέσα στο τεράστιο κελί με το φως να μπαίνει από ψηλά. Το ατέλειωτο πήγαινε-έλα, Καπνικαρέα-Σύνταγμα δεν είναι τίποτε άλλο από αυτό. Κι’ αν νομίζει κανείς το αντίθετο, δεν έχει παρά να κοιτάξει τα πόδια των μελών της φυλής για να δει εκεί δεμένο όλο το βάρος τους. Τα βλέμματα πια δεν μαρτυρούν τίποτα. Ό,τι θέλει να πει ο καθένας, το περιφέρει σε δυο πόδια, σέρνοντας το και χτυπώντας το ηχηρά πάνω στο οδόστρωμά του. Δεν υπάρχει κουράγιο πια για να το σηκώσει και να το κρατήσει πιο ψηλά. Με την ψυχή στα πόδια περιδιαβαίνουν οι φύλαρχοι αλλά και οι υπήκοοί τους τις οδούς των εορτών τους, συνεπαρμένοι από την αγιότητα των δεκαπέντε αυτών ημερών. Αυτές τους δόθηκαν όλες κι όλες. Μ αυτές θα πορευτούν.
Με εκδρομές στην Πράγα, το ΙΚΕΑ, την Ερμού και το Ρέξ…
Για μετά; Η αγιοσύνη δυστυχώς διακόπτεται, χάνεται. Για να μας ξανάρθει πάλι σε τρεις μήνες, με καινούργιο δεκαπενθήμερο πακέτο προσφορών, που απευθύνεται σε ό,τι όσιο και ιερό μας έχει απομείνει.
Ανάλογα με τη δυνατότητα που κρύβεται στο πλάι του κάθε παντελονιού, η αγιότητα των ημερών χρειάζεται και το ιδιαίτερο πλαίσιο για να ανακουφίσει τις ψυχές της.
Και τις πληγές της…
Επιτέλους σταματώ μπροστά στο χαμένο γυάλινο χαμόγελο. Τα χάνω, δεν ξέρω τι να κάνω, τι να της πω. Εκείνη ακουμπά την βαλίτσα της σε μιαν άκρη και μου χαμογελά πάλι. Όπως και πριν. Γενναιόδωρα. Δεν τσιγκουνεύεται. Σα να γεννά το κορμί αυτό το γέλιο. Σα να είναι πάνω στο φλοιό της ψυχής της. Παιδική ψυχή, άγουρη, αταίριαστη με την ταλαιπωρημένη σκιά, τα θολά κόκκινα μάτια, το οστέινο λευκό πρόσωπο. Σκύβει και βγάζει κάτι από την βαλίτσα. Αρχίζει και βάφεται. Μια άσπρη και μαύρη ομορφιά ανάμεσα στο έγχρωμο τίποτα. Ένας ξεχωριστός κόσμος απέναντι στον πανομοιότυπο. Μια ακόμα ψευδαίσθηση που έχουν -φαίνεται- ανάγκη οι πολλοί για να αντέξουν την εικόνα του ίδιου, δίπλα τους.
Το βάθρο στήθηκε. Η εξέδρα ντυμένη χρυσή, την περιμένει ν’ ανέβει. Να χωρέσει πάνω στο λιλιπούτειο εμβαδόν, τη σιωπηλή ιστορία της. Μια ιστορία που δεν εκφωνείται, παρά δείχνεται, παίζεται. Σε μια γλώσσα που δεν μιλιέται πια. Μια νεκρή γλώσσα που λίγοι καταλαβαίνουν. Τη γλώσσα της ψυχής, με το κορμί ένα πολύπλοκο λεξιλόγιο. Όλο το κορμί. Να συσπάται. Να αιωρείται. Να γερνά και να ξαναγεννιέται. Να λέει τα πάντα μπροστά σ’ αυτό το πολύχρωμο και ηχηρό κενό.
Κόσμος πάει κι έρχεται. Κάποιοι σταματούν. Γελάνε. Κοιτάζουν γύρω μη και τους δει κανένα γνωστό μάτι. Πλησιάζουν και ρίχνουν κάτι μεταλλικό. Κάτι να κουδουνίσει, ν ακουστεί. Άλλοι δίνουν στο πιτσιρίκι να το πετάξει. Έτσι για να χαρεί, να δει πώς είναι η καλή πράξη κι έξω από την οθόνη. Την πατικωμένη, την επίπεδη…
Σαν τις καρδιές. Χαλκομανίες… ψεύτικες… περαστικές…
Κάποιοι στήνονται για φωτογραφία. Καμαρώνουν μπροστά στα δεκαπέντε megapixel τους με χαμόγελα που μοιάζουν ζωγραφισμένα, βαμμένα.
Η ασπρόμαυρη φιγούρα τους υποκλίνεται. Είναι η υψηλή πελατεία της. Ο λόγος για να ξαναστηθεί και αύριο και μεθαύριο. Όλες τις γιορτές.
Αναρωτιέμαι αν θα έπρεπε να κρυώνει. Θέλω να την αγγίξω, να της μιλήσω. Να της πω ότι θα είμαι και αύριο εδώ. Να θυμηθεί. Μην ξεχάσει να μου χαμογελάσει. Θα έρθω πάλι αύριο εδώ γι’ αυτό το χαμόγελο. Το έχω ανάγκη. Έχω ανάγκη από ένα χαμόγελο να έχει στόχο εμένα. Μόνο εμένα. Να φύγει από τον δωρητή του και να σκάσει κατ’ ευθείαν μέσα μου. Όχι σε κάποιο χάος γύρω μου.
Θα ήθελα να μπορούσα να ήμουν μόνος μπροστά σ’ αυτό το βάθρο. Να συνομιλώ μ’ αυτόν τον ασπρόμαυρο παράλληλο κόσμο, χωρίς να παρεμβάλλονται κουδουνίσματα και ψίθυροι, φλας και υποκλίσεις.
Αλλά δεν γίνεται. Ξέρω ότι δεν γίνεται. Αυτό το στριπτίζ δεν είναι πριβέ. Η έκθεση στην ακτινοβολία των πολλών, είναι που διατηρεί ζωντανή αυτή τη γλώσσα. Έστω κι’ αν λίγοι την ακούν, έστω κι’ αν λίγοι την καταλαβαίνουν, έστω κι’ αν ελάχιστοι είναι αυτοί που τη θαυμάζουν και την εκτιμούν.
Γιατί αυτή η επικοινωνία χρησιμοποιεί πολλούς ακροδέκτες που αναζητούν την επαφή… την αποδοχή… το χειροκρότημα…
Πέρασε κι’ ολας μία περίπου ώρα και το σώμα της μοιάζει να μην κινείται, την ίδια εκείνη στιγμή που αλλάζει χίλιες θέσεις μέσα στο χώρο και μ’ αυτές λέει σε όλους την ιστορία της.
Μια θλιμμένη ιστορία για όλους αυτούς που είναι τις γιορτές μόνοι και ψάχνουν να μοιραστούν αυτό που τους περισσεύει και που λείπει από κάποιους που δεν είναι…
Αν το κατορθώσουν -έστω και για λίγο- θα έχουν ανταλλάξει ένα πολύτιμο δώρο. Αυτό της αγάπης. Της αγάπης που κρύβεται πίσω από τα κόκκινα και υγρά βλέμματα και πηγαίνει ίσια στα κάτασπρα και στεγνά, που την έχουν πιο πολύ ανάγκη… Αυτό είναι το σκηνικό κάθε τέτοιας ιστορίας που ζωντανεύει αυτές τις φωτεινές και πλούσιες μέρες.
Κάποιοι βιαστικοί περνούν και με σπρώχνουν. Εγκλωβίζομαι μέσα στη δίνη της πορείας τους και την ακολουθώ ράθυμα, ανόρεχτα, χωρίς νεύρο. Παρασύρομαι από το πνεύμα των ημερών και μπαίνω κατ’ ευθείαν στο πνεύμα των αγορών. Αρχίζω το μπες-βγες στους ναούς του σύγχρονου καταναλωτικού γίγνεσθαι και μεταμορφώνομαι. Γίνομαι ένας μικρός Πουκ που είναι έτοιμος να ανακατέψει συναισθήματα και επιθυμίες όχι μόνο γύρω του αλλά και μέσα του. Κυρίως εκεί…
Για να έρθει ο χρόνος ο αδυσώπητος, να με ξεβράσει ώρες μετά στο τραίνο της επιστροφής, φορτωμένο σακούλες με δώρα. Ένας ακόμα Άγιος Βασίλης γεμάτος προσδοκίες των άλλων και χρέη για την πιστωτική του κάρτα. Για τις δικές του επιθυμίες ούτε λόγος. Που βρίσκονται; Σε πιο αρχείο της καρδιάς του είναι αποθηκευμένες; Έχουν πάψει να τον ενοχλούν από καιρό. Να του υπενθυμίζουν την παρουσία τους, την ανάγκη τους για άνοιγμα, πραγματοποίηση, ξόδεμα.
Αλήθεια, πότε ξόδεψε για τελευταία φορά μια δικιά του, μια κατά δικιά του επιθυμία;
Δεν μπορεί να θυμηθεί. Αλλά και δεν χρειάζεται να θυμηθεί. Η μνήμη δεν σηκώνει πλέον περιττές πληροφορίες. Η ζωή του η ίδια δεν χωράει πλέον περιττά γεγονότα. Μόνο τα χρήσιμα, τα απαραίτητα, τα χρυσοφόρα. Οι επιθυμίες είναι πια συνώνυμες με τα όνειρα. Και αυτά μόνο σαν ερμηνεία σε ομάδες ψυχοθεραπείας βρίσκουν τώρα το νόημά τους… Μέχρι εκεί…
Με το οπτικό μου πεδίο καλυμμένο από τις σακούλες, κατευθύνομαι από ένστικτο στο πάρκιγκ της Πλακεντίας.
Επιτέλους σπίτι…
Λίγο πριν φτάσω στο αυτοκίνητο, μια φωνή από κάποιο καταναλωτικό υπερπέραν με επαναφέρει στην πραγματικότητα…
« Mall ! »
Σαν υπνωτισμένος πατώ τη μίζα και ξεκινώ για τον άλλον επίγειο, πλην πολύ επίπεδο παράδεισο του λεκανοπέδιου.
Τέσσερα γράμματα για διακόσιες επώνυμες προκλήσεις μέσα σε δεκάδες στρέμματα και με χιλιάδες προσκυνητές να τα διασχίζουν, είναι ό,τι πιο απαστράπτων αναζητούν οι ψυχές της φυλής για το περιεχόμενο του δικού τους άγιου δεκαπενθήμερου.
Σπρωγμένος από μια ακατανόητη δύναμη που αλλοιώνει την επιθυμία, πιάνω τον εαυτό μου να κάνει σχέδια για ένα ξεχωριστό απομεσήμερο με πιο πολλές προσφορές, μποτιλιαρισμένο φαγητό, και αγχωμένη διασκέδαση στις ουρές της έβδομης τέχνης.
Καθώς περνώ κάτω από τις ανισόπεδες της «Αττικής», νοιώθω σαν αυτοκράτορας που διασχίζει τις αψίδες του θριάμβου στην πορεία του για μια ακόμα κατάκτηση.
Με το φόβο πάντα στο ξενύχιασμα και στο τσαλαπάτημα, αρκούμαι στις περιοχές του πολυχώρου με τις μικρότερες απώλειες. Ψάχνοντας βρίσκει κανείς, ακόμα κι εδώ, ακόμα και σήμερα, μικρές οάσεις που χαρίζουν στο εορταστικό προσκύνημα αυτό που θα πρεπε να εμπεριέχει.
Αγοραστική κατάνυξη…
Χαζεύω -γελώντας- τη φρακαρισμένη κυλιόμενη, με την ελπίδα ότι θα αδειάσει κάποτε για να ανέβω κι εγώ σε άλλο επίπεδο…
Άδικος κόπος. Πρέπει να σπρώξω, να πατηθώ, σχεδόν να συρθώ για να αναρριχηθώ κι εγώ σ’ αυτό το άλλο, το ανώτερο επίπεδο των αγορών μου. Αρνούμενος να γίνω κομμάτι αυτής της γελοίας ουράς, ξαποσταίνω το βάρος μου πάνω σε μια τεράστια γλάστρα με κάτι μέσα της που μοιάζει με φυτό. Ένα e-φυτό. Ναι, ακριβώς αυτό μου θυμίζει το περιεχόμενο. Ένα πολύχρωμο ψηφιακό πλαγκτόν λουστραρισμένο και σιδερωμένο πάνω στην εικοσάρα μου, αυτή με τους υγρούς κρυστάλλους που κολυμπάνε στο εσωτερικό της.
Τίποτα απ’ όσα συμβαίνουν γύρω μου δεν μοιάζει αληθινό. Ακόμα και το διπλό μεταλλαγμένο μπιφτέκι που προσπαθούν αξιοπρεπώς να τεμαχίσουν οι μασητήρες και ν’ απολαύσουν οι νεκρωμένοι μου κάλυκες, μοιάζει ψεύτικο, λούτρινο.
Όλα εδώ γίνονται σα να χουν ξανασυμβεί. Τίποτα το καινούργιο, το μοναδικό. Μια αέναη επανάληψη που οδηγεί στο ίδιο πάντα αδιέξοδο. Στο ίδιο πάντα ερώτημα που θέτει ο επισκέπτης όταν βρίσκεται το βράδυ χαλαρός στο κρεβάτι του και ατενίζει το ταβάνι του απολογισμού του.
«Γιατί βρέθηκα εγώ εκεί σήμερα ;»
Για να πάρει βέβαια πάντα την ίδια απόκριση από ψηλά…
«Μα…είναι το μεγαλύτερο της Ευρώπης. Κι έπειτα…αρέσει και στα παιδιά…»
Αρέσει και στα παιδιά! Αυτό μάλιστα. Γιατί αν δεν άρεσε στα παιδιά, όλη η Αθήνα θα είχε μετακομίσει τώρα σε άλλον πολύ επίπεδο εορταστικό παράδεισο. Πώς να το κάνουμε. Όλοι μας από αυτά εξαρτώνται. Μικρά ή μεγάλα. Όλα τις ίδιες ανάγκες, τις ίδιες σιδερωμένες επιθυμίες, την ίδια γιορταστική προσομοίωση, που πρέπει οι Αγιοβασίληδες των ημερών να ζωντανέψουν. Αυτοί να νοιαστούν, αυτοί να τρέξουν, αυτοί να συντονίσουν, αυτοί να φάνε και την κριτική από καθ’ έδρας. Πάντα αυτοί. Πάντα οι ίδιοι… Τα θέλω είναι υπόθεση των μικρών, τα μπορώ των μεγάλων. Και δεν έχει βέβαια να κάνει τίποτε αυτό με ηλικίες και άλλα τέτοια φαιδρά. Γιατί ακόμα και τα βιολογικά σύνορα στο ίδιο χωνευτήρι ρίχνονται, για να εκβραστούν αργότερα κι αυτά επιπεδωμένα. Εξ άλλου οι κάθε λογής παραγωγοί ψευδαισθήσεων σ’ αυτό ακριβώς στοχεύουν. Από πέντε μέχρι ογδόντα πέντε, όλοι ένα σχολείο, μια κατασκήνωση, μια παιδική χαρά. Να κοιτάζουν μπροστά και να βλέπουν ένα ομοιόμορφο δάσος με κοντοκουρεμένα και ισοϋψή δέντρα.
Είναι πολύ πιο εύκολο έτσι…
Η μαζική παραγωγή αυτών των ψευδαισθήσεων χρειάζεται και την μαζική κάθοδο των όμοιων, με τα νεανικά πρόσωπα και τις ακόμα πιο νεανικές ψυχές. Γι’ αυτό και η κατασκευή «νέων» καταναλωτών είναι το ζητούμενο της εποχής. Να μεγαλώσει η γκάμα, να διευρυνθεί, να διοχετεύσει στις πλατφόρμες και τα δοκιμαστήρια, φρέσκο αίμα ανυποψίαστων -κυρίως αυτών- χρηστών. Η εικόνα των υπέργηρων εφήβων με τα χερούλια του Playstation-2 παραμάσχαλα και τα βομβαρδισμένα Zara με τις μεσόκοπες κυρίες ζαλωμένες το υποτιμημένο λάφυρο, σε αυτό ακριβώς παραπέμπουν. Στη γέννηση μιας νέας γενιάς, που είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ομοούσιας και αδιαίρετης τριάδας, παραγωγή- διαφήμιση- κατανάλωση. Ένα τρίγωνο των Βερμούδων που σε ρουφάει στα έγκατά του και δεν σε βγάζει στην επιφάνεια, παρά αφού πρώτα σιγουρευτεί ότι έχει αναγνωρίσει, έχει μπλοκάρει, έχει στραγγίξει όλα σου τα user και όλα σου τα password. Εσύ δεν έχεις τίποτα για να σκεφτείς. Οι αντιδράσεις πρέπει να είναι αστραπιαίες, σίγουρες!
Αποδοχή, κάθοδος, στοίχιση, PIN, επανάληψη…
Έξω σουρουπώνει. Ο ήλιος της Αθήνας πάει να χαθεί. Μαζί του άλλη μια μέρα μου. Θέλω να σώσω ό,τι απόμεινε. Να μη φύγει κι’ αυτή έτσι, χωρίς ένα αντίο, ένα κατευόδιο, κάτι τις. Κουβαλάω το βάρος από τις καινούργιες σακούλες, με τα καινούργια θέλω μέσα τους. Μόνο που εγώ δε μπορώ να τα σηκώσω. Είναι πολύ βαριά πια για μένα. Βγαίνω τρέχοντας έξω, στο τεράστιο αίθριο του πολυχώρου. Τις παραδίνω μ’ ένα χαμόγελο στον πρώτο προσκυνητή της φυλής που πέφτει επάνω μου.
Κατευθύνομαι στα κάγκελα. Να προλάβω -χωρίς κανένα βάρος- τον ήλιο που φεύγει. Να δω γιατί νοιώθω έτσι. Γιατί κάθε φορά που βρίσκομαι απέναντί του αισθάνομαι σαν να χάνω κάτι ξεχωριστό. Δεν το έχω βρει ακόμα. Ίσως ποτέ. Ίσως σήμερα. Ο ήλιος είναι ένα κομμάτι της ζωής μου που το χάνω και το βρίσκω κάθε μέρα. Κάθε μέρα είναι εκεί για μένα, όμως εγώ κάθε απόγευμα βιώνω μια καινούργια απώλεια. Σαν κάτι οικείο που δεν θα ξαναδώ και που είναι τόσο πολύτιμο για να είναι μόνο δικό μου. Όπως η μέρα μου. Που την χάνω και την ξαναβρίσκω. Που τη χαρίζω και την παίρνω πίσω κάθε φορά.
Ίσως να είναι αυτό που θέλω από δω και μπρος. Να χαρίζω τις μέρες μου, τις ώρες μου, τις στιγμές μου. Όποτε θέλω. Σ’ όποιον θέλω. Κι αν το θέλω. Να δίνω με χαρά, να δέχομαι χωρίς ενοχή. Ν’ ανοίγω την αγκαλιά μου και να χωράω μέσα της τα πάντα αλλά και τίποτα, με το ίδιο κόστος…
Κάνω να φύγω και βλέπω τον υπήκοο της φυλής να με κοιτάζει απορημένος με τις σακούλες μου στο χέρι του.
Του γνέφω με νόημα πως είναι δικές του.
Μου γνέφει με νόημα πως είμαι μ@λ@κ@ς.
Μέχρι να το ξανασκεφτούμε, βρίσκομαι στο αυτοκίνητο και απομακρύνομαι, χάνομαι μέσα στο βουητό που σβήνει σταδιακά.
Άλλο ένα βράδυ για να περιδιαβάσω τη μοναξιά μου… Δεν έχω άλλο τίποτα να δώσω σήμερα… τίποτα να πάρω…
Είμαι καλά…
Lorem ipsum dolor sit amet, consectetur adipiscing elit. Ut elit tellus, luctus nec ullamcorper mattis, pulvinar dapibus leo.Lorem ipsum dolor sit amet, consectetur adipiscing elit. Ut elit tellus, luctus nec ullamcorper mattis, pulvinar dapibus leo.
Lorem ipsum dolor sit amet, consectetur adipiscing elit. Ut elit tellus, luctus nec ullamcorper mattis, pulvinar dapibus leo.Lorem ipsum dolor sit amet, consectetur adipiscing elit. Ut elit tellus, luctus nec ullamcorper mattis, pulvinar dapibus leo.
Lorem ipsum dolor sit amet, consectetur adipiscing elit. Ut elit tellus, luctus nec ullamcorper mattis, pulvinar dapibus leo.Lorem ipsum dolor sit amet, consectetur adipiscing elit. Ut elit tellus, luctus nec ullamcorper mattis, pulvinar dapibus leo.
Μαθαίνοντας να σχετίζομαι, να εκφράζομαι, να συγκρούομαι, να ζω μαζί, να ζω χωρίς, να επικοινωνώ, να διεκδικώ, να αυτοπροσδιορίζομαι, να συναισθάνομαι, να κατανοώ, να ανήκω, διαπιστώνω χρόνια τώρα μια βαθιά ανθρώπινη ανάγκη για εγγύτητα.
Όπως σε όλες τις “συναλλαγές” έτσι και σ αυτήν που όλοι διαπραγματεύονται το μεταξύ τους κοντά-μακριά, αυτό που έχει σημασία είναι η αποδοχή βασικών κανόνων που ορίζουν την επικοινωνία…
Lorem ipsum dolor sit amet, consectetur adipiscing elit. Ut elit tellus, luctus nec ullamcorper mattis, pulvinar dapibus leo.
Τέχνες / Λογοτεχνία – Βιβλίο Η ΕΜΠΝΕΥΣΗ ΤΟΥ “ΖΩΝΤΑΣ ΜΑΖΙ”...
Τέχνες / Λογοτεχνία – Βιβλίο Δεν...
Τέχνες / Λογοτεχνία – Βιβλίο Τέχνες / Λογοτεχνία – Βιβλίο...
Email επικοινωνίας: zontasmazi@gmail.com
Copyrights © 2020. Made by Greenmind | Όροι Χρήσης – Πολιτική Cookies