Τέχνες / Λογοτεχνία – Βιβλίο Η ΕΜΠΝΕΥΣΗ ΤΟΥ “ΖΩΝΤΑΣ ΜΑΖΙ”...
Ο νέος χρόνος είχε εισβάλλει για τα καλά στην καρδιά αυτής της πόλης, που θα εξακολουθούσε να χτυπά για όσο καιρό ακόμα θα συνέχιζαν να υπάρχουν επάνω της άνθρωποι που θα έσκαβαν για να βρουν ελπίδα ανάμεσα στις σορούς της…
«Μα τι γίνεται στην πισίνα; Ποιος είναι αυτός; Κι εκείνη… η Τζέην… Θεέ μου… η δικιά μου Τζέην;»
Η έλλειψη βαρύτητας διατηρούσε το βλέμμα αιωρούμενο πάνω από την οθόνη. Ο ίλιγγος που προκαλούσε η θέα ολοένα και αυξανόταν καθώς το αριστερό κλικ ζούμαρε πάνω από την ήπειρο… τη χώρα… την πόλη… τη συνοικία… το σπίτι. Την πισίνα ! Έβγαλε μια κραυγή σα να ήθελε να τους τρομάξει, να τους διώξει από την πισίνα του, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να προκαλέσει σχεδόν ακαριαίο τηλεφώνημα από τη reception, άγρια μεσάνυχτα.
«Παρακαλώ τι σας συμβαίνει; Χρειάζεστε κάποια βοήθεια; Είναι περασμένη η ώρα και ενοχλήσατε τους ενοίκους της πτέρυγας ξέρετε.» ακούστηκε μάλλον αυστηρή η γυναικεία φωνή.
«Με συγχωρείτε, αλλά μόλις έπιασα τη γυναίκα μου…. καταλαβαίνετε και…. να… ήταν η πρώτη φορά…. » ψέλλισε μέσα σε έξαψη και αφοπλιστική ειλικρίνεια ο Τόμ.
«Μα τι λέτε. Εν πάση περιπτώσει υπάρχει και άλλος τρόπος να αντιδράτε.» συνέχισε η φωνή, αν και λίγο σοκαρισμένη.
«Όπως ;» συνέχισε τώρα προκλητικά εκείνος.
«Συγγνώμη κύριε, αλλά δεν θα ανοίξω συζήτηση μαζί σας. Έχω δουλειά και καλό θα ήταν να προσπαθήσετε να ηρεμήσετε και να κοιμηθείτε. Καλή σας νύχτα.» επανήλθε απότομη η φωνή κόβοντας την όρεξη του νυχτερινού ταραξία.
Αφού δίστασε λίγο, ο Τομ γύρισε ξανά στον υπολογιστή και φορώντας τα ακουστικά απομάκρυνε το βλέμμα από τα τετράγωνα πολύχρωμα pixels σε μια προσπάθεια να αναγνωρίσει τον επιβήτορα της Τζέην.
Μάταιο! Η ανάλυση σ αυτά τα μεγέθη ήταν ακόμη άθλια!
«…την κωλο τεχνολογία σας! Πόσα πρέπει να χώσει κανείς για να τα χει όλα διάολε!»
Με τις σφίξεις και τα παγάκια να χορεύουν, βυθίστηκε μαζί με το ποτήρι στην πολυθρόνα μπροστά στην τεράστια τζαμαρία, καθώς ο κίτρινος υγρός πυρετός κατάκαιγε το λαρύγγι σε διπλές και τριπλές δόσεις. Δεν άντεχε άλλο να βλέπει ζωντανά την προδοσία και έδινε χρόνο στην εικόνα αυτή να βρει το χώρο της μέσα του.
Σήκωσε το βλέμμα και το άφησε να χαθεί βαθιά μέσα στο χάος. Έψαξε -μάλλον ασυναίσθητα- αυτό το άστρο που ασελγούσε παίρνοντας «μάτι» τη γυναίκα του και έκανε μια κίνηση απειλητική σα να ήθελε να το χτυπήσει. Διαπιστώνοντας ότι δεν μπορούσε να τα βάλει με κανέναν αυτό το βράδυ -πολύ περισσότερο με ουράνιο σώμα- αρκέστηκε να παρατηρεί τον ποταμό Χάντσον που, μαζί με τον Ήστ Ρίβερ, έφερναν βόλτα, τριάντα ορόφους χαμηλότερα, το πιο πλούσιο νησί του κόσμου. Αριστερά, η γέφυρα του Μπρούκλιν οδηγούσε- σαν σήραγγα ενός τερατώδους χρυσωρυχείου- τον πλούτο που παραγόταν εδώ, έξω από τα τείχη της σύγχρονης αυτής Καρχηδόνας. Έσκυψε να δει την κίνηση στο δρόμο, σε μια πόλη που δεν είχε καμιά διάθεση να κοιμηθεί αυτή τη νύχτα και αμέσως μια ανάσα μελαγχολίας θόλωσε το παγωμένο τζάμι.
Για πολλούς εκεί κάτω ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς.
Για κείνον ήταν μια ακόμα ημέρα ανάπαυλας ανάμεσα σ ένα συνηθισμένο -το ίδιο τόσον καιρό- δρομολόγιο.
Σαν Φρανσίσκο-Νέα Υόρκη-Σαν Φρανσίσκο.
Η καθυστερημένη πτήση της επιστροφής είχε μεταφερθεί για μετά τα μεσάνυχτα, κι αυτό τον έσπρωξε να μπει στο σπίτι του μέσα από το εξελιγμένο πρόγραμμα της Microsoft, που επέτρεπε πια στον οποιονδήποτε να έχει πρόσβαση μέσω e-mail σε κάθε ακίνητη περιουσία του σ’ αυτή τη γη. Η εικόνα έφτανε στον υπολογιστή σε πραγματικό χρόνο και με την ακρίβεια αρκετών megapixels, όμως σε καμιά περίπτωση δεν είχε φανταστεί -εδώ και δυο μήνες που έγινε συνδρομητής- ότι τα μάτια του θα αντίκριζαν κάτι τέτοιο και μάλιστα απόψε.
Ήξερε από πολύ νωρίς ότι το χειμερινό πρόγραμμά του θα είχε την περίοδο αυτή πτήση για Νέα Υόρκη, όμως πίστευε ότι έστω και οριακά θα προλάβαινε την αλλαγή του χρόνου με την οικογένειά του. Μετά από αυτή την καθυστέρηση, έβλεπε τώρα ο Τόμ, ότι η αλλαγή θα γινόταν χωρίς εκείνον, έτσι είχε αποφασίσει να τους κάνει την έκπληξη για να γιορτάσει κι αυτός μαζί τους.
Τι ήταν όμως αυτό που είχε συμβεί; Κάποιο λάθος πάτημα της τεχνολογίας; Μια μαγική εικόνα βγαλμένη από το διαστροφικό χέρι κάποιου hacker; Η μήπως ένα παιχνίδι του μυαλού…!
Στη σκέψη αυτή αναθάρρησε. Παίρνοντας βαθιά ανάσα έφερε στα γόνατα τον υπολογιστή. Με την ίδια τρεμάμενη καρδιά, ανοιγμένη όμως αυτή τη φορά μπροστά σ’ έναν έστω σαθρό καθρέφτη από ελπίδα, πληκτρολόγησε πάλι αργά τους κωδικούς. Περίμενε. Είδε την οθόνη να τον καλωσορίζει σπίτι.
Και τότε;…
Τότε είδε αυτό που έπρεπε να δει…
Ήταν όλοι τους εκεί στην άκρη της πισίνας και περίμεναν να υποδεχτούν τον καινούργιο χρόνο. Οι μεγάλοι, ο αδελφός του με τη γυναίκα του, η Τζέην, οι συμπέθεροι, ο θείος Στήβ , η θεία Τζοάνα, όλοι ήταν γύρω από το τραπέζι και περίμεναν τα παϊδάκια να ψηθούν. Τα παιδιά έπαιζαν μέσα στο νερό. Ο μικρός του Ίαν και η μεγαλύτερη Κίρα κολυμπούσαν σαν δελφίνια. Ετοιμάστηκε να τους φωνάξει απ το κινητό, να γυρίσουν όλοι τα κεφάλια επάνω…να τον κοιτάξουν… Όμως πριν απ αυτό έκλεισε τα μάτια και γέλασε μ ένα πλατύ γεμάτο χαμόγελο, σαν εκείνο που προσπαθεί να σκεπάσει τις ουλές της θλίψης που κρύβονται από κάτω.
Όταν χτύπησε το τηλέφωνο η έκπληξη είχε χαθεί μέσα στους λαβύρινθους του Μορφέα.
Μετά τις ευχές, τα πειράγματα, τις υποσχέσεις, έκλεισε το κινητό με τη μελαγχολική διάθεση κάποιου που η Πρωτοχρονιά δεν τον βρήκε πουθενά.
Ούτε καν στο όνειρό του…
………………………………………………………………………………………………………………………………………………..
Λίγες ώρες νωρίτερα, στον αυτοκινητόδρομο για JFK, το μποτιλιάρισμα στο δεξιό οδόστρωμα ήταν ατέλειωτο.
Μόλις χτες είχε καταφέρει ο Γκάρι να εξασφαλίσει θέση για δυτική ακτή και δεν έβλεπε την ώρα για να φτάσει. Τη Λίζα την είχε γνωρίσει σε μια παρέα στο διαδύκτιο τον προηγούμενο μήνα και είχαν κανονίσει να αλλάξουν μαζί το χρόνο σ ένα ακριβό εστιατόριο του Σαν Φρανσίσκο. Πολλά χρόνια πάνω από οθόνες υπολογιστών, ήταν η πρώτη φορά που είχε δώσει στον εαυτό του την ευκαιρία ενός τυφλού ραντεβού, όμως τώρα αυτό το απρόσμενο delay στις οθόνες του αεροδρομίου, είχε έρθει για να τα τινάξει όλα στον αέρα !
Δεν είχε συνειδητοποιήσει ακόμη τι πήγαινε να κάνει, όταν ξαφνικά στις αναχωρήσεις έπεσε πάνω στη Μαρία. Για δέκα ολόκληρα χρόνια ένα τζάμι χώριζε το οκτάωρό τους, χωρίς τίποτε άλλο που να ενώνει τα υπόλοιπα. Και ήταν τώρα αυτή η πρώτη στιγμή που συναντιόντουσαν μακριά από τη δουλειά.
«Γκάρι… εσύ εδώ;»
«Μαρία…!»
«Πάω Σαν Φρανσίσκο σε κάτι… συγγενείς.»
«Τι σύμπτωση! Κι εγώ εκεί πάω. Στον… αδερφό μου τον Πήτερ.»
Ζήτησαν διπλανές θέσεις και όταν ήρθε η ώρα για την καθυστερημένη απογείωση έδεσαν σφιχτά τις ζώνες. Εκείνη κοντά στο παράθυρο, κοίταξε από ψηλά τη Νέα Υόρκη και σκέφτηκε ότι αν αυτή ήταν η τελευταία φορά που την έβλεπε, θα ήθελε αυτό να γίνει ακούγοντας το αγαπημένο της ¨Bolero¨. Ενεργοποίησε το i-Pod και συντόνισε τα ακουστικά με την ολοένα αυξανόμενη σε ένταση μουσική ακολουθία του Ravel. Μόλις έσβησε η φωτεινή ένδειξη της ζώνης, εκείνος έκανε να τη λύσει, όταν διαπίστωσε με μεγάλη του έκπληξη ότι το αριστερό του χέρι ήταν τόση ώρα δεμένο με το δικό της.
«Φαίνεται… ο φόβος με έκανε να δέσω και τα χέρια μου μαζί με τη ζώνη. Με συγχωρείς πολύ.»
«Δεν πειράζει. Έπειτα… το είχα κι εγώ ανάγκη απ ότι φαίνεται. Να… δεν έχω καταφέρει ακόμα να συνηθίσω αυτό το κενό τα πρώτα λεπτά.»
Μίλησαν πολύ, είπαν και έμαθαν ο ένας για τον άλλον όσα δεν κατάφεραν δέκα χρόνια τώρα. Αστειεύτηκαν, γέλασαν, ήρθαν τόσο πολύ κοντά που και οι ίδιοι στο τέλος τρόμαξαν και σταμάτησαν.
Τα μάτια άνοιξαν απότομα. Θα πρέπει να πλησίαζαν. Οι κραδασμοί όμως έγιναν εντονότεροι και πέρασαν το όριο της ανοχής και της αδιαφορίας. Σε λίγο έπεσαν και οι κίτρινες μάσκες.
Τη βοήθησε να βάλει τη δικιά της. Προσπάθησε να διώξει τον πανικό απ το βλέμμα της, όμως κάπου μέσα εκεί συνάντησε τον δικό του και δεν συνέχισε.
Ένας καπνός που έβγαινε από το αριστερό φτερό πρόδινε την κρισιμότητα.
Έκλεισε ξανά τα μάτια και έφερε τον εαυτό του στη μέση μιας βαθιάς θάλασσας. Δεν ήξερε να κολυμπά. Για την ακρίβεια δεν είχε μπει ποτέ σε θάλασσα. Η πολιομυελίτιδα τον είχε φρενάρει από πολλά και μόνο τα τελευταία χρόνια είχε αρχίσει να ξανοίγεται προς τον έξω κόσμο, έστω κι αν αυτό γινόταν μέσα από μια εικοσάρα οθόνη υπολογιστή.
Τώρα η θάλασσα ήταν από κάτω του έτοιμη να τον υποδεχτεί, αλλά εκείνος δεν ήταν έτοιμος ακόμα για κάτι τέτοιο. Για την πρώτη του βουτιά…
Το μόνο που είχε θελήσει ήταν να μην αλλάξει και αυτή τη φορά μόνος του το χρόνο. Και επιτέλους είχε τολμήσει. Είχε δώσει ραντεβού με μιαν άγνωστη και μάλιστα αναφέροντας την ιδιαιτερότητά του. Δεν τον ένοιαζε. Είχε καταφέρει πια να διαθλά σε άλλα σημεία του, το πρώτο κοίταγμα επάνω της. Να υπονομεύει τον εμβληματικό χαρακτήρα της. Να την περιορίζει σε μια ασήμαντη έλλειψη. Γιατί δηλαδή θα πρεπε να επιτρέπει σε κάποιον να δει πρώτα τη χωλότητα και μετά τα υπέροχα ξανθά μαλλιά του με το γαλάζιο βλέμμα ανάμεσα. Γιατί θα έπρεπε να ασχολείται συνεχώς με την άποψη των άλλων και να μην κάνει κάτι για την άποψη που είχε ο ίδιος για τον εαυτό του. Η ζωή δεν θα τον περίμενε για πολύ ακόμα. Ήταν ήδη σαράντα πέντε χρόνων και με πολλές στιγμές απουσίας απ αυτήν. Μεγάλες, δυσαναπλήρωτες απώλειες που όμως τώρα τις είχε αφήσει πίσω οριστικά, αναζητώντας με επιμονή τη στερημένη πληρότητα ενός αυτάρκη.
Όταν άνοιξε πάλι τα μάτια, πετούσαν χαμηλά πάνω από στεριά. Οι εκκλήσεις των πιλότων για ψυχραιμία είχαν πιάσει φαίνεται τόπο, γιατί οι κραυγές είχαν λιγοστέψει και μόνο ένα διάχυτο μουρμουρητό ακουγόταν από παντού. Έβγαλε τη μάσκα κι έψαξε γύρω με το βλέμμα. Είδε τους περισσότερους επιβάτες μ ένα κινητό κολλημένο στ αυτί να προσπαθούν απεγνωσμένα να επικοινωνήσουν ο καθένας τους με κάποιο χάος. Δεν ξεχώριζε τι έλεγαν, όμως δεν ήταν και δύσκολο να καταλάβει.
Γύρισε και κοίταξε το δικό του κινητό. Μ ένα αριστερό κλικ έκανε ανάκληση στις διευθύνσεις.
Το πικρό του χαμόγελο είπε στη Μαρία ότι δεν υπήρχε κάποιος για να τον καλέσει… Σα να διάβασε το ίδιο και στο δικό της…
Ένας χοντρός κύριος μετά το διάδρομο, κι εκείνος σε κάποιο χάος έψαχνε μπροστά. Ψιθύρισε μια προσευχή που έλεγε μικρός. Αισθάνθηκε καλύτερα, αφού είχε κάνει τώρα πια κι αυτός μια κλίση. Ο ίδιος κύριος δίπλα, του φάνηκε τώρα ότι φορούσε μαύρη κουκούλα και στο χέρι του κρατούσε κάτι σαν δρεπάνι. Βρήκε το κουράγιο και γέλασε με το γέλιο ενός παιδιού.
Η φωνή του Τομ από το κόκπιτ, που ούρλιαξε να προσδεθούν, τον επανέφερε. Η αναγκαστική προσγείωση ήταν ο μονόδρομος της επιβίωσής τους.
«Αυτή την πρωτοχρονιά δεν θα μαι μόνος …» σκέφτηκε, κι έδεσε τη ζώνη του τόσο σφιχτά που παρέλυσαν τα δάκτυλά τους…
Το αεροπλάνο έκανε δύο ελιγμούς και μετά χαμήλωσε απότομα κι άλλο. Οι καπνοί συνέχιζαν να βγαίνουν από το αριστερό φτερό. Προσπάθησε με αγωνία να ξεχωρίσει το σημείο που θα ¨κατέληγαν¨, όταν εκείνη τη στιγμή διαπίστωσε έντρομος ότι βρισκόντουσαν ακόμη πάνω από τη Νέα Υόρκη.
Και τότε σα να άκουσε μια φωνή απ τα δεξιά να του ψιθυρίζει ευγενικά.
«Παρακαλώ ανοίξτε τα τραπεζάκια σας. Θέλετε κρασί ή αναψυκτικό;»…
………………………………………………………………………………………………………………………………………………..
Μερικά μίλια μακριά, στην πλευρά του Μανχάταν, ο Τζέφ ετοιμαζόταν όπως κάθε βράδυ να περάσει τη σήραγγα καθ οδό για το σπίτι του στη Δυτική Νέα Υόρκη. Είχε ξεχαστεί στο γραφείο και έτρεχε με την ψυχή στο στόμα να προλάβει να φτάσει πριν αλλάξει ο χρόνος. Άνοιξε το ράδιο και το άφησε να ψάχνει την αγαπημένη του χιπ-χοπ.
Όταν άκουσε την έκκληση του σταθμού ήταν ήδη σταματημένος κάτω απ τον ποταμό Χάντσον.
«…ενημερώσουμε για την πυρκαγιά που έχει ξεσπάσει στην έξοδο της Λίνκολν. Αιτία, καραμπόλα δέκα αυτοκινήτων και δυο λεωφορείων. Παρακαλούνται οι οδηγοί που κατευθύνονται προς Γιούνιον Σίτυ και Δυτική Νέα Υόρκη να ακολουθήσουν τη σήραγγα Χόλλαντ…»
Γύρισε αντανακλαστικά το κεφάλι πίσω. Η ουρά του έκοψε την ανάσα. Πανικόβλητος ούρλιαξε τον αριθμό μπροστά στο κρεμασμένο κινητό.
«Γιατί αργείς;» πλημμύρισε το χώρο η φωνή της Λώρα «Το παιδί περιμένει…»
«Αυτό βρήκες να μου πεις; Θα καούμε σαν τα ποντίκια εδώ… καλά τηλεόραση δεν άνοιξες…» πρόλαβε ο Τζέφ πριν χαθεί οριστικά το σήμα.
Ο πλοηγός του τον είχε προειδοποιήσει πέντε λεπτά πριν μπει στη σήραγγα, αλλά εκείνος ως συνήθως δεν είχε δώσει σημασία. Μόνο με το ένστικτό του είχε να κάνει πάντα και μόνο μ αυτό συναλλασσόταν μπροστά σε κάθε απόφαση που έπρεπε να πάρει.
Τώρα όμως είχε παραλύσει. Κανένα ευφυές ένστικτο δεν ήταν αρκετό για να τον βγάλει μέσα από εκείνη την τεράστια τρύπα που είχε χωθεί. Χωρίς διέξοδο από πουθενά, χωρίς σήμα στο κινητό και το ραδιόφωνο, μία ώρα πριν αλλάξει ο χρόνος, ο Τζεφ έμοιαζε μ ένα μυρμήγκι που κάποιο ασυνείδητο πόδι του είχε φράξει την έξοδο, εγκλωβίζοντάς το κάτω από το χώμα, καθώς έπαιρνε τον δρόμο της επιστροφής προς την επιφάνεια. Και μπορεί πράγματι ο Τζέφ να ήταν ένα σωστό μυρμήγκι, αφού χρόνια τώρα η μόνη του δουλειά ήταν να αποθηκεύει πλούτο « για τις δύσκολες ώρες» -όπως άφηνε τον εαυτό του να δικαιολογείται- όμως συνειδητοποιούσε τώρα, ότι τίποτα δεν άξιζε πιο πολύ για κείνον αυτό το βράδυ, από τα δυο γουρλωμένα μάτια της κόρης του της Μπεθ μπροστά στην τεράστια κάλτσα του τζακιού.
Διαπιστώνοντας ότι ήταν αδύνατον να κάνει κάτι για να βγει από εκεί μέσα, αφέθηκε να περιμένει τη βοήθεια απ έξω. Άκουσε τις σειρήνες μανιασμένες να πλησιάζουν και να απομακρύνονται. Είδε τους καπνούς που αργά-αργά έρχονταν προς το μέρος του. Άνοιξε τον κλιματισμό, έκλεισε τα μάτια και επικεντρώθηκε σ εκείνη τη στιγμή, σ εκείνο το παρών που τον συνέθλιβε. Προσπάθησε να κάνει αποσυμπίεση κάτω από αυτές τις δύσκολες πράγματι συνθήκες φέρνοντας στο νου την ομάδα. Σκέφτηκε τι θα έκανε ο Λάρυ ή η Κέιτ αν ήταν στη θέση του. Τι θα έκανε ο ίδιος ο Μπέρν ο θεραπευτής του. Θυμήθηκε πάλι τον καυγά με την Άννα στην τελευταία συνάντησή τους. Τον είχε κατηγορήσει για εγωπαθή, έναν άνθρωπο που ενδιαφέρεται μόνο πως θα βρίσκεται πάντα ένα βήμα πιο μπροστά από τους άλλους, χωρίς μια στάλα ιδέα για το τι γίνεται μ αυτούς που άφηνε πίσω του. Του είχε προσάψει πολλά, όμως το χειρότερο, αυτό που τον είχε κλονίσει πραγματικά ήταν ότι έβαζε εμπόδια στις διαδικασίες της ομάδας. Στην προσπάθειά του να ηγηθεί, είπε η Άννα, πυροδοτούσε θέματα που δρούσαν διαλυτικά και είχαν φτάσει στο σημείο να δημιουργήσουν μια δεύτερη άτυπη ομάδα μέσα στη μεγαλύτερη. Τρία από τα μέλη της είχαν πια θέσει θέμα παραμονής τους αν εξακολουθούσε να έρχεται ο Τζέφ, όταν εκείνος στην τελευταία τους συνάντηση τους πρόλαβε όλους, ανακοινώνοντας ότι διέκοπτε προσωρινά για επαγγελματικούς λόγους…
Ήταν η πρώτη ήττα που είχε αναγκαστεί να παραδεχτεί εδώ και πολλά χρόνια. Πετυχημένος χρηματιστής, είχε φτιάξει τεράστια περιουσία με τα λιγότερα δυνατά ρίσκα. Νικητής πάντα, είχε κατασκευάσει έναν προβλέψιμο και ασφαλή ιστό για να ζει σαν υπνωτισμένος πάνω σ αυτόν, μέχρι πριν από λίγα λεπτά που αφυπνίστηκε βίαια, θαμμένος κάτω από χιλιάδες τόνους τσιμέντου.
Οι καπνοί θόλωναν τα πάντα γύρω, ο εξαερισμός της σήραγγας έδειχνε να μην επαρκεί και οι οδηγοί γύρω είχαν αρχίσει να εγκαταλείπουν τα αυτοκίνητά τους, την ώρα που πετάχτηκε κι εκείνος έξω μ ένα μαντήλι στο πρόσωπο, τρέχοντας πίσω προς την είσοδο της σήραγγας. Με το άσθμα του βγαλμένο βίαια μέσα απ τις διασταλμένες κόρες, πατώντας πάνω σε ό,τι μαλακό ή σκληρό έβρισκε μπροστά του, κατάφερε -όπως συνέβαινε πάντα- να φτάσει εκεί που ήθελε…
Ένα ανθρώπινο σακί, σωριάστηκε τότε στο έδαφος, με την ανάσα του να βγαίνει δύσκολη και άρρυθμη, στην προσπάθειά της να συγκρατήσει τις λιγοστές δυνάμεις που τον εγκατέλειπαν.
Στο αριστερό του χέρι χτύπησε το μήνυμα.
Μ ένα τρεμάμενο κλικ άνοιξε τον φάκελο.
Πρόλαβε…¨SANTACLAUS ΕΙΣΑΙ ΚΑΛΑ;¨…
………………………………………………………………………………………………………………………………………………..
Καθώς ο χρόνος άλλαζε στη σήραγγα Λίνκολν, σ ένα στενό κάπου στους Τριάντα τέσσερις δρόμους νότια του ΣέντραλΠάρκ, ο Τζέρυ προσπαθούσε ν ανοίξει μια παλιά Μπέντλει που ήταν παρκαρισμένη στο ίδιο σημείο εδώ και δυο βδομάδες. Τις τελευταίες μέρες δεν είχε καταφέρει να βάλει στο χέρι τίποτα της προκοπής, όμως σήμερα κάτι του έλεγε ότι πάνω σ αυτή την αλλαγή του χρόνου, θα πήγαινε στο διάβολο η γκίνια που τον τυραννούσε τόσο καιρό. Η κλειδαριά αντιστεκόταν αφύσικα για τέτοιο μοντέλο, όταν σκυμμένος καθώς ήταν, πήρε το μάτι του τον καλοντυμένο κύριο που μόλις έστριβε τη γωνία στα δεξιά του. Χωρίς να το σκεφτεί, με μια κίνηση κεραυνό, και την ώρα που εκείνος πέρναγε από πίσω του, τράβηξε την τσάντα που είχε κρεμασμένη στον ώμο και τα επόμενα λεπτά βρισκόταν στην άλλη πλευρά της λεωφόρου να χάνεται όσο πιο βαθιά γινόταν μέσα στα αφιλόξενα σκοτάδια αυτής της πόλης. Αφού σιγουρεύτηκε ότι κανείς δεν ήταν κοντά, σωριάστηκε σε μιαν άκρη και ρούφηξε λαίμαργα τον αέρα που είχε χάσει. Ετοιμάστηκε ν ανοίξει την τσάντα, αλλά το ασταμάτητο κουδούνισμα από μέσα τον έκανε να διστάσει για λίγο. Έφερε το κινητό στο δεξί του χέρι. Ήταν έτοιμος να το απενεργοποιήσει όταν ο ήχος του μηνύματος τον ξάφνιασε. Δεν μπόρεσε ν αντισταθεί στον πειρασμό.
Ένα αριστερό κλικ και ο φάκελος άνοιξε…«ΒΡΕΘΗΚΕ ΝΕΦΡΟ- ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΕΚΕΙ ΑΠΟ ΧΤΕΣ!!!»
«Αδύνατον…» άφησε μια ξέπνοη κραυγή να βγει από μέσα του.
Χωρίς να χάσει χρόνο άρχισε να τρέχει πίσω.
Μπροστά του κρεμασμένα μηχανήματα, σωληνάκια, πράσινες μπλούζες, μάσκες…
Ο Γιούιν !
Φτάνοντας με μια ανάσα στην παρκαρισμένη Μπέντλει δεν βρήκε κανέναν. Έτρεξε στην άλλη γωνία, κοίταξε γύρω, ρώτησε έναν μεθυσμένο που περνούσε.
Άδικος κόπος.
Άνοιξε την τσάντα και έψαξε κάτι που θα τον βοηθούσε να τον βρει. Έπρεπε με κάθε τρόπο να τον βρει. Κάθε λεπτό, κάθε χαμένο λεπτό ήταν μια πιθανότητα λιγότερη. Το ήξερε. Όπως ήξερε ότι δεν υπήρχε άλλο περιθώριο για να περιμένει όταν πια έκανε ανάκληση στον αριθμό του μηνύματος.
«Έλα αγάπη μου, γιατί άργησες να πάρεις; Σε περιμένουν στο νοσοκομείο. Έγινε ατύχημα στη σήραγγα Λίνκολν. Ένας από τους νεκρούς είναι δωρητής. Φύγε αμέσως, εγώ είμαι…»
«Μα…μα κυρία εγώ…εγώ βρήκα το κινητό στο δρόμο και έτυχε εκείνη τη στιγμή να στείλετε το μήνυμα.»
«Ποιος είστε ;…τι είναι αυτά που μου λέτε ;…που είναι ο άντρας μου;»
«Δεν ξέρω κυρία, αυτόν ψάχνω κι εγώ»
«Θέλετε να πείτε ότι δεν πήρε το μήνυμα ;»
«Α…Ακριβώς, αυτό θέλω να πω, όταν το στείλατε του είχε… πέσει ήδη στο δρόμο.»
«Αδύνατον, ο άντρας μου πάντα βάζει το κινητό στη θήκη της τσάντας του. Άρα… εσείς… εσείς το πήρατε. Είστε… είσαι κλέφτης, ναι είσαι κλέφτης, έτσι δεν είναι; Θεέ μου δεν είναι δυνατόν…!»
Ένοιωσε τα πέλματα να υποχωρούν κάτω από ένα αβέβαιο έδαφος. Σάστισε και πέταξε το κινητό μακριά. Ξανακοίταξε με τρόμο γύρω και τότε άρχισε πάλι να τρέχει. Το τμήμα ήταν δυο τετράγωνα πιο κάτω, όμως ο Τζέρυ δεν έπρεπε ν αργήσει άλλο.
Μπροστά του πάλι το μηχάνημα, τα σωληνάκια, ο αδελφός του ο Γιούιν, η μεταμόσχευση, η απόρριψη, το τέλος. Η καινούργια αρχή. Το δικό του καινούργιο μηχάνημα. Η δικιά του καινούργια ελπίδα…
Λίγα μέτρα από το τμήμα οι δυνάμεις του τον πρόδωσαν…
Έκανε να κουνηθεί όμως ήταν δεμένος με τα συνηθισμένα του κόκκινα και πράσινα σωληνάκια που θα τον παρέδιδαν πάλι καθαρό πίσω, σ ένα κόσμο που θα τον αναγνώριζε ωστόσο σαν αιώνια άρρωστο. Ένα προϊόν του, που είχε σπάσει την αλυσίδα υγιούς παραγωγής και είχε καταλήξει όπως χιλιάδες άλλα να περιμένει σε μια γωνία την επανόρθωση. Δεν είχε πια ευχή για κανέναν και για τίποτα. Από τότε που έχασε, πρώτα τον Γιούιν και μετά το μοναδικό του νεφρό, δεν είχε γυρίσει να κοιτάξει πίσω του. Δεν υπήρχε κανείς. Η μάλλον υπήρχαν όλοι κι εκείνος απέναντι να τους παρατηρεί αδιάφορος, εχθρικός, κουρασμένος. Άρχισε να κλέβει νομίζοντας ότι παίρνει πίσω κάτι απ αυτά που του στέρησαν. Μόνο σήμερα, ύστερα από πέντε χρόνια, είχε καταφέρει να γυρίσει το βλέμμα πάνω απ τον ώμο και να κοιτάξει κατάματα τον ζωντανό καθρέφτη που είχε πέσει επάνω του. Τον κυνήγησε με τη δύναμη της κοινής τους μοίρας. Όμως δεν τα χε καταφέρει.
Να τον είχαν βρει εγκαίρως ; Θα ήταν σα να είχαν δώσει το νεφρό στον ίδιο…
Το μυαλό του βασανιζόταν από αυτή σκέψη, την ώρα που του ανακοίνωναν ότι έπρεπε επειγόντως να μπει στο χειρουργείο.
«Σήμερα είναι η μέρα σου φίλε. Είσαι διπλά τυχερός. Κάποιος δότης πέθανε πριν από ώρα στην είσοδο της Λίνκολν και ο μοναδικός συμβατός που ήταν στη λίστα μπροστά από σένα, σκοτώθηκε αμέσως μετά κυνηγώντας έναν κλέφτη στους Τριάντα τέσσερις δρόμους. Τον πάτησε ασθενοφόρο που έτρεχε απ τη σήραγγα στο Κορνέλ.»
Την ώρα που τρανταζόταν απ τα γέλια, ένοιωσε το βάρος, αυτό το ίδιο πλάκωμα που θα πρέπει να ένοιωσε κι εκείνος κάτω από τις ρόδες.
Ένας καινούργιος -το ίδιο απαίσιος- κόσμος μπροστά…
………………………………………………………………………………………………………………………………………………..
Η φωνή του NatKingCole ανακατεμένη με τη θολή μυρωδιά του χώρου τον έφερνε απόψε, παραμονή Πρωτοχρονιάς, στα χρόνια της δικιάς του εξουσίας. Τότε που αυτός ήταν ο ηγέτης και οι άλλοι, οι υπήκοοι, συνωστίζονταν μόνο και μόνο για να βρεθούν κάτω από τον ίδιο ουρανό μ εκείνον. Να νοιώσουν τον ήχο του να τους συνεπαίρνει, να τους φτάνει πιο πέρα κι από κει που μπορούσαν οι ίδιοι, με τον ήχο της δικιάς τους καρδιάς.
Τώρα το σκήπτρο του βασιλιά κρεμασμένο απέναντι, θαμπό από βλέμμα, βουβό από ανάσα, είχε σταματήσει πια να του γαργαλάει την ψυχή.
Δέκα χρόνια δεν το είχε αγγίξει. Δεν είχε πια γύρω του το παραμικρό, το ελάχιστο στήριγμα για να πιαστεί, να σηκωθεί και να το φτάσει. Λες και ζύγιζε τόνους, λες και τους χώριζαν χιλιόμετρα, δεν το έβλεπε καν σαν κάτι που θα άξιζε τον κόπο να προσπαθήσει, να το πλησιάσει. Δεν υπήρχε στο χώρο του, δεν ήταν μέρος του, προέκτασή του, ιστορία του. Δεν ήταν τίποτα.
Σαν κι εκείνον.
Δέκα χρόνια για μια στιγμή. Δέκα ολόκληρα χρόνια για ένα στοίχημα.
«Στο Θεό σου είναι δυνατόν;… το σαξόφωνό σου;… τη ζωή σου;» Βούιξε η φωνή στ αυτιά του. «Το σαξόφωνό σου… τη ζωή σου…το σαξόφωνό σου…τη ζωή σου…!» Ένας αντίλαλος από το βάθος της αίθουσας, τον έκανε να σηκώσει το κεφάλι, τον επανέφερε πάλι σ αυτό το μπαρ, σ αυτή τη τρισάθλια μεριά του Μπρόνξ, κάπου στο βυθό της Νέας Υόρκης. Κοίταξε το ρολόι του. Ο χρόνος πλησίαζε στο τέλος του. Λίγα λεπτά και μετά…
Σχημάτισε το νούμερο τρέμοντας. Ήταν πολύ ώρα που προσπαθούσε να επικοινωνήσει μαζί του. Στο τέλος απογοητευμένος άρχισε να γράφει τα λόγια που ήθελε να του πει. Ένα αριστερό πάτημα και είδε τον φάκελο να φεύγει.
Όπως ένα σημάδι που μετακινείται ανάμεσα στο φως, σηκώθηκε και με δύσκολα βήματα προχώρησε στην έξοδο. Να δει γιατί αργούσε. Του είχε υποσχεθεί ότι σήμερα θα το έφερνε. Και περίμενε. Δέκα χρόνια τώρα είχε σταματήσει να το κάνει. Όμως σήμερα περίμενε…
Λίγο πριν φτάσει στην έξοδο του μπαρ, γύρισε και κοίταξε το στρογγυλό τραπέζι.
Ήταν όλοι τους ξανά εκεί. Τους αναγνώρισε. Από την προηγούμενη νύχτα ήταν εκεί. Κι από τις άλλες. Πάντα ήταν εκεί. Δεν τον άφησαν ποτέ. Τον κυνηγούσαν και τους κυνηγούσε κι αυτός.
Καθισμένος σε μια άκρη του τραπεζιού, προετοιμαζόταν. Είχε έρθει η στιγμή του να ρεφάρει. Όλα χαμένα. Σπίτια, αυτοκίνητα, καταθέσεις. Το μόνο δικό του ακόμα, το σκήπτρο του βασιλιά.
«Αυτό για όλα…πάμε ;»
«Στο θεό σου είναι δυνατόν ;…το σαξόφωνό σου;…τη ζωή σου;»
«Αυτό για όλα τ άλλα είπα. Με έναν όρο. Χάσω-κερδίσω η μάνα μου στο σπίτι της για όσο ζει.»
«Πάμε…»
Κι έφυγαν με το σκήπτρο. Κι έμεινε αυτός εδώ σ αυτό το βυθό για δέκα χρόνια.
Μέχρι σήμερα.
Μέχρι τώρα.
Μέχρι τη στιγμή που το είδε πάλι μπροστά του. Γυαλισμένο, έλαμπε, τον προκαλούσε να το κρεμάσει πάλι στο λαιμό του, να βρέξει με τα διψασμένα χείλια το καλάμι του.
«Αργήσαμε λίγο Έντι, αλλά βλέπεις η κίνηση έξω είναι τρομερή. Λες και κανείς δεν θέλει ν αλλάξει το χρόνο σπίτι του πια…»
«Το έφερες…αυτό είναι….μα την πίστη μου…αυτό είναι !»
«Αφού σου το υποσχέθηκα. Το έφερα για σένα.»
«Πως μπόρεσα…» του ψιθύρισε εκείνος. Το χάιδεψε και αισθάνθηκε με μιας τη χαμένη του δύναμη να ανεβαίνει, αυτή τη ξεχασμένη ανάσα να έρχεται από βαθιά και να τον ζεσταίνει. Έφερε το επιστόμιο κοντά του και μύρισε το στεγνό άρωμα του ξύλου. Με μια νωχελική κίνηση της γλώσσας νότισε τα χείλια και τα ακούμπησε πάνω του. Φύσηξε γλυκά τον αέρα που είχε ανέβει και τον έπνιγε σαν κόμπος στο λαιμό. Μια περίεργη νότα βγήκε από μέσα, κάτι σαν ένα μακρόσυρτο χαμηλό Ντο που φώναξε σε όλους γύρω πως ο βασιλιάς ήταν και πάλι εδώ.
«Το σαξόφωνό σου…τη ζωή σου…!» ακούστηκε η φωνή.
«Γιατί δε με αναζήτησες ; Τώρα όλα θα ήταν αλλιώς.»
«Για ποιο λόγο; Η μάνα ήταν εντάξει, δεν κατάλαβε ποτέ της τίποτα. Κι έπειτα εσύ πάντα ήθελες να πας μακριά. Έτσι δεν είναι Μόργκαν;» του ψιθύρισαν τα μάτια που δεν έφυγαν λεπτό από πάνω του.
«Έφαγα τον κόσμο να το βρω…»
«Το ξέρω…θα έδωσες…»
«…σσσς μη μιλάς, μόνο παίξε να σ ακούσω… όπως τότε στις σκάλες…»
Τώρα ο Έντι ένοιωθε να επιπλέει πάνω απ τον άλλο, τον βαθύ και σκοτεινό εαυτό του. Είχε φτάσει στην επιφάνεια κι έκλεινε τα μάτια θαμπωμένος από το φως που είχε στερηθεί καιρό τώρα.
Λίγα μόλις δευτερόλεπτα ήταν αρκετά για ν ανακτήσει το σκήπτρο του ο έκπτωτος βασιλιάς. Δεν είχε φωνή, είχε μόνο ορμητικά κύματα αέρα που έσπρωχναν νότες και ήχους, πάνω σε δρόμους που μόνο εκείνος μπορούσε ν ανοίξει. Τα δάχτυλα είχαν λυθεί και ακολουθούσαν απλά το ρυθμό που επέβαλε η λαχανιασμένη του καρδιά. Το ρυθμό που δεν μπόρεσε κανείς να σταματήσει μέσα στο μπαρ, ακόμα κι όταν τον είδαν να γονατίζει μελανός και ξέπνοος μπροστά στα πόδια τους. Πρόλαβε πριν χαθεί μέσα σ αυτό τον ονειρικό παράδεισο που τον ρουφούσε, να ψελλίσει.
«Τον Μόργκαν…το κινητό…»
Την ώρα που η σειρήνα ούρλιαζε για ν ανοίξει δρόμο στη λιγοστή ελπίδα, ο Μόργκαν καρφωμένος πάνω από το μήνυμα, σα να ένοιωσε ένα σφίξιμο στο αριστερό χέρι του, καθώς προσπαθούσε να κρατήσει ζεστό εκείνο του αδελφού του.
«ΜΟΥ ΕΔΩΣΕΣ ΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ ΠΙΣΩ ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΣΤΙΓΜΗ. ΤΩΡΑ ΠΙΑ ΚΑΙ Ν ΑΡΓΗΣΕΙΣ ΔΕΝ ΠΕΙΡΑΖΕΙ. ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ.»
………………………………………………………………………………………………………………………………………………..
Περασμένες δώδεκα, και ο νέος χρόνος είχε εισβάλλει για τα καλά στην καρδιά αυτής της πόλης, που θα εξακολουθούσε να χτυπά για όσο καιρό ακόμα θα συνέχιζαν να υπάρχουν πάνω της άνθρωποι που θα έσκαβαν να βρουν ελπίδα ανάμεσα στις σορούς της…
Ένας απ αυτούς, ο Γκρέγκ, φόρεσε τα ακουστικά, έφερε το μικρόφωνο στη σωστή απόσταση κι ετοιμάστηκε να βγει στον αέρα αυτή τη νύχτα, μ ένα εορταστικό πρόγραμμα για όλους εκείνους που η ανέγγιχτη μοναξιά τους κρατούσε αιχμάλωτους στη σκιά αυτής της ελπίδας. Ήταν μια ανοιχτή γραμμή επικοινωνίας που επέτρεπε στο ξάγρυπνο κομμάτι αυτής της πολιτείας, να βγάλει το κεφάλι έξω και να αφουγκραστεί -έστω και για λίγο- τα πολυσύχναστα και φωταγωγημένα χρόνια που είχαν κάποτε υπάρξει και γι αυτό.
Είχε ετοιμάσει πολλές μουσικές εκπλήξεις γι απόψε και περίμενε τους ακροατές στο μικρόφωνο για να κουβεντιάσουν όπως κάθε μέρα, να προβληματιστούν, να αστειευτούν, να γιορτάσουν μαζί του. Στο τρίωρο πρόγραμμά του δεν προλάβαινε να μιλήσει παρά με ελάχιστους από εκείνους που συνωστίζονταν στο τηλεφωνικό κέντρο. Απεγνωσμένες κραυγές βοήθειας οι περισσότερες, που έψαχναν στήριγμα για να βγάλουν τη μέρα τους, να σπρώξουν το χρόνο μια ίντζα πιο πέρα. Γι αυτούς, τα μεγέθη κι οι διαστάσεις είχαν έναν πολύ ιδιαίτερο, πολύ περιορισμένο χαρακτήρα που δεν τους επέτρεπε να κινηθούν πιο μακριά ή πιο γρήγορα. Όλα στη ζωή τους εξελίσσονταν νωθρά, σαν σε αργή κίνηση παιγμένα, σε επανάληψη, σε ανακύκλωση των ίδιων αφόρητων γεγονότων.
«Καλημέρα και χρόνια πολλά σε όλους όσους μας ακούν αυτή τη νύχτα, που γεννιέται κάτι καινούργιο γύρω μας, με την ελπίδα και για κάτι καινούργιο μέσα μας, κάτι που…» ακούστηκε η συνηθισμένη φωνή με τα πολλά μπάσα και τα λίγα ντεσιμπέλ, ν αρχίζει την τρίωρη συνομιλία μ αυτή την μοναχική -και γι αυτό τόσο τεράστια- οικογένεια της πόλης. Άνθρωποι που περίμεναν τη νύχτα για να φωτίσουν τα ναρκοπέδια της μέρας τους. Ν απλωθούν και να δώσουν έκταση σε μια φωνή που έβγαινε αυτή την ώρα ηχηρή, έστω και πίσω από το αθέατο όνομά της. Ένας άλλος κόσμος, που είχε βγει από την ολοήμερη παύση του, μόνο και μόνο για να δηλώσει εδώ, ότι είχε κι αυτός μέγεθος και λόγο. Δεν τον ένοιαζε πώς θα ακουγόταν αυτό που θα έλεγε, αφού κι εκείνοι που θα το άκουγαν την ίδια απελπισμένη ανάγκη ν ακουστούν θα είχαν.
Χαμήλωσε την ένταση της μουσικής και χαιρέτησε τον πρώτο του καλεσμένο.
«Καλώς τον. Τ όνομά σου ;»
«Καλησπέρα Γκρέγκ, με λένε Τζων και αυτό το βράδυ νοιώθω πολύ άβολα. Αφόρητα άβολα. Μόλις πριν λίγο τσακώθηκα με τη γυναίκα μου κι εκείνη σηκώθηκε κι έφυγε. Είπε δεν θα ξαναπατήσει το πόδι της στο σπίτι…»
«Γεια σου Γκρεγκ και χρόνια σου πολλά. Εγώ αντίθετα με τον προηγούμενο ακροατή σου, δεν έχασα κανέναν απόψε. Ποτέ μου δεν είχα κάτι για να το χάσω. Δεν ξέρω αν αυτό είναι καλό ή κακό. Πάντως αυτή είναι η αλήθεια μου…»
«Έλα μεγάλε, εδώ είμαι πάλι, ο Μπεν. Εγώ είχα κανονίσει να βγω απόψε με μια καινούργια γκόμενα. Τι τα θες όμως, όλες τους ίδιες είναι. Με πήρε τελευταία στιγμή να μου πει ότι αρρώστησε. Μαλακίες. Εγώ ξέρω ότι την έκανε. Ποια θέλει να βγει μια τέτοια μέρα μ ένα χοντρό σαν κι εμένα. Καλά δε λέω;…»
«Καλησπέρα σε σένα Γκρέγκ και στους ακροατές σου. Είμαι η Παμ, η τρελή εβδομηντάρα που ξενυχτάω κάθε βράδυ μαζί σου. Θα μπορούσε κάποια να σ ερωτευτεί κι από τη φωνή σου μόνο, το ξέρεις! Εγώ πάντως είμαι αρκετά μεγάλη γι αυτό, δε νομίζεις ;…»
«Γεια και χαρά σε όλους, καλή χρονιά και πάντα εδώ μία με τέσσερις να τα λέμε. Είσαι απίθανη παρέα Γκρέγκ. Εγώ καταφέρνω να κοιμηθώ κατά τις έξι το πρωί, οπότε καταλαβαίνεις ότι χωρίς εσένα και τους φίλους δεν θα την έβγαζα…»
«Επιτέλους Γκρεγκ σε πετυχαίνω. Έχω περάσει ατέλειωτες ώρες στο τηλεφωνικό κέντρο για να μπορέσω απόψε να σου μιλήσω. Φαίνεται είναι η μέρα μου. Φέτος είπα κι εγώ να γράψω στον SantaClaus και είμαι εδώ και περιμένω να έρθει…»
«Γκρέγκ γειά, δεν τα χουμε ξαναπεί. Είμαι ο Στηβ. Είναι περίεργο να ξέρεις ότι σ ακούει όλη η πόλη. Ήθελα να σου πω ένα σωρό πράγματα αλλά τα περισσότερα τα έχω κι ολας ξεχάσει…»
«Χαιρετώ όλη την παρέα. Είμαι η Τζούλι και απόψε είμαι πολύ χαρούμενη γιατί με πήρε ο Τζώρτζ για να βγούμε. Βέβαια έχει αργήσει, όμως… δεν πειράζει, εγώ θα τον περιμένω…»
«Γεια, είμαι η Τζάνετ από το BigApple. Έτσι συνήθιζε να λέει το Χάρλεμ ο παππούς μου. Δεν ξέρω γιατί. Νομίζω ήταν το όνομα μιας νέγρικης μπάντας ή κάτι τέτοιο… »
«Καλησπέρα παιδιά, Ρόι εδώ. Έχω ξαναβγεί, θυμάστε με την απόπειρα… τότε… στο δέκατο όροφο, στους Εβδομήντα δύο δρόμους. Εσείς με κρατήσατε, δεν το ξεχνώ. Τώρα πια δεν θέλω να φύγω. Είμαι περίεργος να δω τι θα γίνει παρακάτω… »
«Καλή χρονιά σε όλους. Έχω πολύ καιρό να μιλήσω, και μάλιστα μπροστά σε τόσους ανθρώπους. Είναι… απίστευτο. Έχω συγκινηθεί. Συγγνώμη…»
«Γεια. Με λένε Άλις. Εγώ απόψε είμαι πολύ αναστατωμένη. Από την ώρα που άκουσα για το αεροπλάνο που χάθηκε από τα ραντάρ, δεν μπορώ να κοιμηθώ. Αν θυμάμαι καλά, Σαν Φρανσίσκο πήγαινε. Μπορώ να καταλάβω την αγωνία των ανθρώπων. Είναι και δικιά μου. Έχασα κι εγώ τον αδερφό μου. Έπεσε πάνω στους δίδυμους. Θεέ μου πόσο μεγάλη θα είναι ετούτη η νύχτα!…»
«Hallo Γκρεγκ, παίρνω από το δρόμο, είμαι ταξιτζής. Πριν λίγη ώρα έφερα στο Κορνέλ έναν τραυματία από τη Λίνκολν. Πρέπει να έχουν σκοτωθεί αρκετοί. Εγκλωβίστηκαν κάτω από το ποτάμι και ποδοπατήθηκαν καθώς έτρεχαν προς την είσοδο. Τρομερό! Εμένα με γλίτωσε ο πλοηγός!…»
«Ευχαριστώ όλους τους ακροατές για την επικοινωνία που μας χάρισαν απόψε. Η εκπομπή έφτασε για άλλη μια βραδιά στο τέλος της κοντά τέσσερις τα ξημερώματα. Θα κλείσω δυστυχώς με μια δυσάρεστη είδηση. Ο θρύλος της τζαζ Έντυ Πάρκερ, έφυγε από κοντά μας απόψε λίγο μετά την αλλαγή του χρόνου. Ο βασιλιάς του σαξόφωνου για πάνω από τρεις δεκαετίες, είχε αποσυρθεί τα τελευταία χρόνια καθώς τον ταλαιπωρούσαν σοβαρά προβλήματα υγείας. Ξεψύχησε στην είσοδο του μπαρ ¨BigApple¨ περιμένοντας τον αδελφό του. Ο διάσημος ηθοποιός Μόργκαν Πάρκερ που για λίγα λεπτά δεν τον πρόλαβε, παρουσιάστηκε συντετριμμένος στους δημοσιογράφους…
….καλή σας νύχτα! »
ο νέος χρόνος είχε εισβάλλει για τα καλά στην καρδιά αυτής της πόλης που θα εξακολουθούσε να χτυπά για όσο καιρό ακόμα θα συνέχιζαν να υπάρχουν πάνω της άνθρωποι που θα έσκαβαν να βρουν ελπίδα ανάμεσα στις σορούς της…
«Μα τι γίνεται στην πισίνα; Ποιος είναι αυτός; Κι εκείνη… η Τζέην… Θεέ μου… η δικιά μου Τζέην;»
Η έλλειψη βαρύτητας διατηρούσε το βλέμμα αιωρούμενο πάνω από την οθόνη. Ο ίλιγγος που προκαλούσε η θέα ολοένα και αυξανόταν καθώς το αριστερό κλικ ζούμαρε πάνω από την ήπειρο… τη χώρα… την πόλη… τη συνοικία… το σπίτι. Την πισίνα ! Έβγαλε μια κραυγή σα να ήθελε να τους τρομάξει, να τους διώξει από την πισίνα του, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να προκαλέσει σχεδόν ακαριαίο τηλεφώνημα από τη reception, άγρια μεσάνυχτα.
«Παρακαλώ τι σας συμβαίνει; Χρειάζεστε κάποια βοήθεια; Είναι περασμένη η ώρα και ενοχλήσατε τους ενοίκους της πτέρυγας ξέρετε.» ακούστηκε μάλλον αυστηρή η γυναικεία φωνή.
«Με συγχωρείτε, αλλά μόλις έπιασα τη γυναίκα μου…. καταλαβαίνετε και…. να… ήταν η πρώτη φορά…. » ψέλλισε μέσα σε έξαψη και αφοπλιστική ειλικρίνεια ο Τόμ.
«Μα τι λέτε. Εν πάση περιπτώσει υπάρχει και άλλος τρόπος να αντιδράτε.» συνέχισε η φωνή, αν και λίγο σοκαρισμένη.
«Όπως ;» συνέχισε τώρα προκλητικά εκείνος.
«Συγγνώμη κύριε, αλλά δεν θα ανοίξω συζήτηση μαζί σας. Έχω δουλειά και καλό θα ήταν να προσπαθήσετε να ηρεμήσετε και να κοιμηθείτε. Καλή σας νύχτα.» επανήλθε απότομη η φωνή κόβοντας την όρεξη του νυχτερινού ταραξία.
Αφού δίστασε λίγο, ο Τομ γύρισε ξανά στον υπολογιστή και φορώντας τα ακουστικά απομάκρυνε το βλέμμα από τα τετράγωνα πολύχρωμα pixels σε μια προσπάθεια να αναγνωρίσει τον επιβήτορα της Τζέην.
Μάταιο! Η ανάλυση σ αυτά τα μεγέθη ήταν ακόμη άθλια!
«…την κωλο τεχνολογία σας! Πόσα πρέπει να χώσει κανείς για να τα χει όλα διάολε!»
Με τις σφίξεις και τα παγάκια να χορεύουν, βυθίστηκε μαζί με το ποτήρι στην πολυθρόνα μπροστά στην τεράστια τζαμαρία, καθώς ο κίτρινος υγρός πυρετός κατάκαιγε το λαρύγγι σε διπλές και τριπλές δόσεις. Δεν άντεχε άλλο να βλέπει ζωντανά την προδοσία και έδινε χρόνο στην εικόνα αυτή να βρει το χώρο της μέσα του.
Σήκωσε το βλέμμα και το άφησε να χαθεί βαθιά μέσα στο χάος. Έψαξε -μάλλον ασυναίσθητα- αυτό το άστρο που ασελγούσε παίρνοντας «μάτι» τη γυναίκα του και έκανε μια κίνηση απειλητική σα να ήθελε να το χτυπήσει. Διαπιστώνοντας ότι δεν μπορούσε να τα βάλει με κανέναν αυτό το βράδυ -πολύ περισσότερο με ουράνιο σώμα- αρκέστηκε να παρατηρεί τον ποταμό Χάντσον που, μαζί με τον Ήστ Ρίβερ, έφερναν βόλτα, τριάντα ορόφους χαμηλότερα, το πιο πλούσιο νησί του κόσμου. Αριστερά, η γέφυρα του Μπρούκλιν οδηγούσε- σαν σήραγγα ενός τερατώδους χρυσωρυχείου- τον πλούτο που παραγόταν εδώ, έξω από τα τείχη της σύγχρονης αυτής Καρχηδόνας. Έσκυψε να δει την κίνηση στο δρόμο, σε μια πόλη που δεν είχε καμιά διάθεση να κοιμηθεί αυτή τη νύχτα και αμέσως μια ανάσα μελαγχολίας θόλωσε το παγωμένο τζάμι.
Για πολλούς εκεί κάτω ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς.
Για κείνον ήταν μια ακόμα ημέρα ανάπαυλας ανάμεσα σ ένα συνηθισμένο -το ίδιο τόσον καιρό- δρομολόγιο.
Σαν Φρανσίσκο-Νέα Υόρκη-Σαν Φρανσίσκο.
Η καθυστερημένη πτήση της επιστροφής είχε μεταφερθεί για μετά τα μεσάνυχτα, κι αυτό τον έσπρωξε να μπει στο σπίτι του μέσα από το εξελιγμένο πρόγραμμα της Microsoft, που επέτρεπε πια στον οποιονδήποτε να έχει πρόσβαση μέσω e-mail σε κάθε ακίνητη περιουσία του σ’ αυτή τη γη. Η εικόνα έφτανε στον υπολογιστή σε πραγματικό χρόνο και με την ακρίβεια αρκετών megapixels, όμως σε καμιά περίπτωση δεν είχε φανταστεί -εδώ και δυο μήνες που έγινε συνδρομητής- ότι τα μάτια του θα αντίκριζαν κάτι τέτοιο και μάλιστα απόψε.
Ήξερε από πολύ νωρίς ότι το χειμερινό πρόγραμμά του θα είχε την περίοδο αυτή πτήση για Νέα Υόρκη, όμως πίστευε ότι έστω και οριακά θα προλάβαινε την αλλαγή του χρόνου με την οικογένειά του. Μετά από αυτή την καθυστέρηση, έβλεπε τώρα ο Τόμ, ότι η αλλαγή θα γινόταν χωρίς εκείνον, έτσι είχε αποφασίσει να τους κάνει την έκπληξη για να γιορτάσει κι αυτός μαζί τους.
Τι ήταν όμως αυτό που είχε συμβεί; Κάποιο λάθος πάτημα της τεχνολογίας; Μια μαγική εικόνα βγαλμένη από το διαστροφικό χέρι κάποιου hacker; Η μήπως ένα παιχνίδι του μυαλού…!
Στη σκέψη αυτή αναθάρρησε. Παίρνοντας βαθιά ανάσα έφερε στα γόνατα τον υπολογιστή. Με την ίδια τρεμάμενη καρδιά, ανοιγμένη όμως αυτή τη φορά μπροστά σ’ έναν έστω σαθρό καθρέφτη από ελπίδα, πληκτρολόγησε πάλι αργά τους κωδικούς. Περίμενε. Είδε την οθόνη να τον καλωσορίζει σπίτι.
Και τότε;…
Τότε είδε αυτό που έπρεπε να δει…
Ήταν όλοι τους εκεί στην άκρη της πισίνας και περίμεναν να υποδεχτούν τον καινούργιο χρόνο. Οι μεγάλοι, ο αδελφός του με τη γυναίκα του, η Τζέην, οι συμπέθεροι, ο θείος Στήβ , η θεία Τζοάνα, όλοι ήταν γύρω από το τραπέζι και περίμεναν τα παϊδάκια να ψηθούν. Τα παιδιά έπαιζαν μέσα στο νερό. Ο μικρός του Ίαν και η μεγαλύτερη Κίρα κολυμπούσαν σαν δελφίνια. Ετοιμάστηκε να τους φωνάξει απ το κινητό, να γυρίσουν όλοι τα κεφάλια επάνω…να τον κοιτάξουν… Όμως πριν απ αυτό έκλεισε τα μάτια και γέλασε μ ένα πλατύ γεμάτο χαμόγελο, σαν εκείνο που προσπαθεί να σκεπάσει τις ουλές της θλίψης που κρύβονται από κάτω.
Όταν χτύπησε το τηλέφωνο η έκπληξη είχε χαθεί μέσα στους λαβύρινθους του Μορφέα.
Μετά τις ευχές, τα πειράγματα, τις υποσχέσεις, έκλεισε το κινητό με τη μελαγχολική διάθεση κάποιου που η Πρωτοχρονιά δεν τον βρήκε πουθενά.
Ούτε καν στο όνειρό του…
………………………………………………………………………………………………………………………………………………..
Λίγες ώρες νωρίτερα, στον αυτοκινητόδρομο για JFK, το μποτιλιάρισμα στο δεξιό οδόστρωμα ήταν ατέλειωτο.
Μόλις χτες είχε καταφέρει ο Γκάρι να εξασφαλίσει θέση για δυτική ακτή και δεν έβλεπε την ώρα για να φτάσει. Τη Λίζα την είχε γνωρίσει σε μια παρέα στο διαδύκτιο τον προηγούμενο μήνα και είχαν κανονίσει να αλλάξουν μαζί το χρόνο σ ένα ακριβό εστιατόριο του Σαν Φρανσίσκο. Πολλά χρόνια πάνω από οθόνες υπολογιστών, ήταν η πρώτη φορά που είχε δώσει στον εαυτό του την ευκαιρία ενός τυφλού ραντεβού, όμως τώρα αυτό το απρόσμενο delay στις οθόνες του αεροδρομίου, είχε έρθει για να τα τινάξει όλα στον αέρα !
Δεν είχε συνειδητοποιήσει ακόμη τι πήγαινε να κάνει, όταν ξαφνικά στις αναχωρήσεις έπεσε πάνω στη Μαρία. Για δέκα ολόκληρα χρόνια ένα τζάμι χώριζε το οκτάωρό τους, χωρίς τίποτε άλλο που να ενώνει τα υπόλοιπα. Και ήταν τώρα αυτή η πρώτη στιγμή που συναντιόντουσαν μακριά από τη δουλειά.
«Γκάρι… εσύ εδώ;»
«Μαρία…!»
«Πάω Σαν Φρανσίσκο σε κάτι… συγγενείς.»
«Τι σύμπτωση! Κι εγώ εκεί πάω. Στον… αδερφό μου τον Πήτερ.»
Ζήτησαν διπλανές θέσεις και όταν ήρθε η ώρα για την καθυστερημένη απογείωση έδεσαν σφιχτά τις ζώνες. Εκείνη κοντά στο παράθυρο, κοίταξε από ψηλά τη Νέα Υόρκη και σκέφτηκε ότι αν αυτή ήταν η τελευταία φορά που την έβλεπε, θα ήθελε αυτό να γίνει ακούγοντας το αγαπημένο της ¨Bolero¨. Ενεργοποίησε το i-Pod και συντόνισε τα ακουστικά με την ολοένα αυξανόμενη σε ένταση μουσική ακολουθία του Ravel. Μόλις έσβησε η φωτεινή ένδειξη της ζώνης, εκείνος έκανε να τη λύσει, όταν διαπίστωσε με μεγάλη του έκπληξη ότι το αριστερό του χέρι ήταν τόση ώρα δεμένο με το δικό της.
«Φαίνεται… ο φόβος με έκανε να δέσω και τα χέρια μου μαζί με τη ζώνη. Με συγχωρείς πολύ.»
«Δεν πειράζει. Έπειτα… το είχα κι εγώ ανάγκη απ ότι φαίνεται. Να… δεν έχω καταφέρει ακόμα να συνηθίσω αυτό το κενό τα πρώτα λεπτά.»
Μίλησαν πολύ, είπαν και έμαθαν ο ένας για τον άλλον όσα δεν κατάφεραν δέκα χρόνια τώρα. Αστειεύτηκαν, γέλασαν, ήρθαν τόσο πολύ κοντά που και οι ίδιοι στο τέλος τρόμαξαν και σταμάτησαν.
Τα μάτια άνοιξαν απότομα. Θα πρέπει να πλησίαζαν. Οι κραδασμοί όμως έγιναν εντονότεροι και πέρασαν το όριο της ανοχής και της αδιαφορίας. Σε λίγο έπεσαν και οι κίτρινες μάσκες.
Τη βοήθησε να βάλει τη δικιά της. Προσπάθησε να διώξει τον πανικό απ το βλέμμα της, όμως κάπου μέσα εκεί συνάντησε τον δικό του και δεν συνέχισε.
Ένας καπνός που έβγαινε από το αριστερό φτερό πρόδινε την κρισιμότητα.
Έκλεισε ξανά τα μάτια και έφερε τον εαυτό του στη μέση μιας βαθιάς θάλασσας. Δεν ήξερε να κολυμπά. Για την ακρίβεια δεν είχε μπει ποτέ σε θάλασσα. Η πολιομυελίτιδα τον είχε φρενάρει από πολλά και μόνο τα τελευταία χρόνια είχε αρχίσει να ξανοίγεται προς τον έξω κόσμο, έστω κι αν αυτό γινόταν μέσα από μια εικοσάρα οθόνη υπολογιστή.
Τώρα η θάλασσα ήταν από κάτω του έτοιμη να τον υποδεχτεί, αλλά εκείνος δεν ήταν έτοιμος ακόμα για κάτι τέτοιο. Για την πρώτη του βουτιά…
Το μόνο που είχε θελήσει ήταν να μην αλλάξει και αυτή τη φορά μόνος του το χρόνο. Και επιτέλους είχε τολμήσει. Είχε δώσει ραντεβού με μιαν άγνωστη και μάλιστα αναφέροντας την ιδιαιτερότητά του. Δεν τον ένοιαζε. Είχε καταφέρει πια να διαθλά σε άλλα σημεία του, το πρώτο κοίταγμα επάνω της. Να υπονομεύει τον εμβληματικό χαρακτήρα της. Να την περιορίζει σε μια ασήμαντη έλλειψη. Γιατί δηλαδή θα πρεπε να επιτρέπει σε κάποιον να δει πρώτα τη χωλότητα και μετά τα υπέροχα ξανθά μαλλιά του με το γαλάζιο βλέμμα ανάμεσα. Γιατί θα έπρεπε να ασχολείται συνεχώς με την άποψη των άλλων και να μην κάνει κάτι για την άποψη που είχε ο ίδιος για τον εαυτό του. Η ζωή δεν θα τον περίμενε για πολύ ακόμα. Ήταν ήδη σαράντα πέντε χρόνων και με πολλές στιγμές απουσίας απ αυτήν. Μεγάλες, δυσαναπλήρωτες απώλειες που όμως τώρα τις είχε αφήσει πίσω οριστικά, αναζητώντας με επιμονή τη στερημένη πληρότητα ενός αυτάρκη.
Όταν άνοιξε πάλι τα μάτια, πετούσαν χαμηλά πάνω από στεριά. Οι εκκλήσεις των πιλότων για ψυχραιμία είχαν πιάσει φαίνεται τόπο, γιατί οι κραυγές είχαν λιγοστέψει και μόνο ένα διάχυτο μουρμουρητό ακουγόταν από παντού. Έβγαλε τη μάσκα κι έψαξε γύρω με το βλέμμα. Είδε τους περισσότερους επιβάτες μ ένα κινητό κολλημένο στ αυτί να προσπαθούν απεγνωσμένα να επικοινωνήσουν ο καθένας τους με κάποιο χάος. Δεν ξεχώριζε τι έλεγαν, όμως δεν ήταν και δύσκολο να καταλάβει.
Γύρισε και κοίταξε το δικό του κινητό. Μ ένα αριστερό κλικ έκανε ανάκληση στις διευθύνσεις.
Το πικρό του χαμόγελο είπε στη Μαρία ότι δεν υπήρχε κάποιος για να τον καλέσει… Σα να διάβασε το ίδιο και στο δικό της…
Ένας χοντρός κύριος μετά το διάδρομο, κι εκείνος σε κάποιο χάος έψαχνε μπροστά. Ψιθύρισε μια προσευχή που έλεγε μικρός. Αισθάνθηκε καλύτερα, αφού είχε κάνει τώρα πια κι αυτός μια κλίση. Ο ίδιος κύριος δίπλα, του φάνηκε τώρα ότι φορούσε μαύρη κουκούλα και στο χέρι του κρατούσε κάτι σαν δρεπάνι. Βρήκε το κουράγιο και γέλασε με το γέλιο ενός παιδιού.
Η φωνή του Τομ από το κόκπιτ, που ούρλιαξε να προσδεθούν, τον επανέφερε. Η αναγκαστική προσγείωση ήταν ο μονόδρομος της επιβίωσής τους.
«Αυτή την πρωτοχρονιά δεν θα μαι μόνος …» σκέφτηκε, κι έδεσε τη ζώνη του τόσο σφιχτά που παρέλυσαν τα δάκτυλά τους…
Το αεροπλάνο έκανε δύο ελιγμούς και μετά χαμήλωσε απότομα κι άλλο. Οι καπνοί συνέχιζαν να βγαίνουν από το αριστερό φτερό. Προσπάθησε με αγωνία να ξεχωρίσει το σημείο που θα ¨κατέληγαν¨, όταν εκείνη τη στιγμή διαπίστωσε έντρομος ότι βρισκόντουσαν ακόμη πάνω από τη Νέα Υόρκη.
Και τότε σα να άκουσε μια φωνή απ τα δεξιά να του ψιθυρίζει ευγενικά.
«Παρακαλώ ανοίξτε τα τραπεζάκια σας. Θέλετε κρασί ή αναψυκτικό;»…
………………………………………………………………………………………………………………………………………………..
Μερικά μίλια μακριά, στην πλευρά του Μανχάταν, ο Τζέφ ετοιμαζόταν όπως κάθε βράδυ να περάσει τη σήραγγα καθ οδό για το σπίτι του στη Δυτική Νέα Υόρκη. Είχε ξεχαστεί στο γραφείο και έτρεχε με την ψυχή στο στόμα να προλάβει να φτάσει πριν αλλάξει ο χρόνος. Άνοιξε το ράδιο και το άφησε να ψάχνει την αγαπημένη του χιπ-χοπ.
Όταν άκουσε την έκκληση του σταθμού ήταν ήδη σταματημένος κάτω απ τον ποταμό Χάντσον.
«…ενημερώσουμε για την πυρκαγιά που έχει ξεσπάσει στην έξοδο της Λίνκολν. Αιτία, καραμπόλα δέκα αυτοκινήτων και δυο λεωφορείων. Παρακαλούνται οι οδηγοί που κατευθύνονται προς Γιούνιον Σίτυ και Δυτική Νέα Υόρκη να ακολουθήσουν τη σήραγγα Χόλλαντ…»
Γύρισε αντανακλαστικά το κεφάλι πίσω. Η ουρά του έκοψε την ανάσα. Πανικόβλητος ούρλιαξε τον αριθμό μπροστά στο κρεμασμένο κινητό.
«Γιατί αργείς;» πλημμύρισε το χώρο η φωνή της Λώρα «Το παιδί περιμένει…»
«Αυτό βρήκες να μου πεις; Θα καούμε σαν τα ποντίκια εδώ… καλά τηλεόραση δεν άνοιξες…» πρόλαβε ο Τζέφ πριν χαθεί οριστικά το σήμα.
Ο πλοηγός του τον είχε προειδοποιήσει πέντε λεπτά πριν μπει στη σήραγγα, αλλά εκείνος ως συνήθως δεν είχε δώσει σημασία. Μόνο με το ένστικτό του είχε να κάνει πάντα και μόνο μ αυτό συναλλασσόταν μπροστά σε κάθε απόφαση που έπρεπε να πάρει.
Τώρα όμως είχε παραλύσει. Κανένα ευφυές ένστικτο δεν ήταν αρκετό για να τον βγάλει μέσα από εκείνη την τεράστια τρύπα που είχε χωθεί. Χωρίς διέξοδο από πουθενά, χωρίς σήμα στο κινητό και το ραδιόφωνο, μία ώρα πριν αλλάξει ο χρόνος, ο Τζεφ έμοιαζε μ ένα μυρμήγκι που κάποιο ασυνείδητο πόδι του είχε φράξει την έξοδο, εγκλωβίζοντάς το κάτω από το χώμα, καθώς έπαιρνε τον δρόμο της επιστροφής προς την επιφάνεια. Και μπορεί πράγματι ο Τζέφ να ήταν ένα σωστό μυρμήγκι, αφού χρόνια τώρα η μόνη του δουλειά ήταν να αποθηκεύει πλούτο « για τις δύσκολες ώρες» -όπως άφηνε τον εαυτό του να δικαιολογείται- όμως συνειδητοποιούσε τώρα, ότι τίποτα δεν άξιζε πιο πολύ για κείνον αυτό το βράδυ, από τα δυο γουρλωμένα μάτια της κόρης του της Μπεθ μπροστά στην τεράστια κάλτσα του τζακιού.
Διαπιστώνοντας ότι ήταν αδύνατον να κάνει κάτι για να βγει από εκεί μέσα, αφέθηκε να περιμένει τη βοήθεια απ έξω. Άκουσε τις σειρήνες μανιασμένες να πλησιάζουν και να απομακρύνονται. Είδε τους καπνούς που αργά-αργά έρχονταν προς το μέρος του. Άνοιξε τον κλιματισμό, έκλεισε τα μάτια και επικεντρώθηκε σ εκείνη τη στιγμή, σ εκείνο το παρών που τον συνέθλιβε. Προσπάθησε να κάνει αποσυμπίεση κάτω από αυτές τις δύσκολες πράγματι συνθήκες φέρνοντας στο νου την ομάδα. Σκέφτηκε τι θα έκανε ο Λάρυ ή η Κέιτ αν ήταν στη θέση του. Τι θα έκανε ο ίδιος ο Μπέρν ο θεραπευτής του. Θυμήθηκε πάλι τον καυγά με την Άννα στην τελευταία συνάντησή τους. Τον είχε κατηγορήσει για εγωπαθή, έναν άνθρωπο που ενδιαφέρεται μόνο πως θα βρίσκεται πάντα ένα βήμα πιο μπροστά από τους άλλους, χωρίς μια στάλα ιδέα για το τι γίνεται μ αυτούς που άφηνε πίσω του. Του είχε προσάψει πολλά, όμως το χειρότερο, αυτό που τον είχε κλονίσει πραγματικά ήταν ότι έβαζε εμπόδια στις διαδικασίες της ομάδας. Στην προσπάθειά του να ηγηθεί, είπε η Άννα, πυροδοτούσε θέματα που δρούσαν διαλυτικά και είχαν φτάσει στο σημείο να δημιουργήσουν μια δεύτερη άτυπη ομάδα μέσα στη μεγαλύτερη. Τρία από τα μέλη της είχαν πια θέσει θέμα παραμονής τους αν εξακολουθούσε να έρχεται ο Τζέφ, όταν εκείνος στην τελευταία τους συνάντηση τους πρόλαβε όλους, ανακοινώνοντας ότι διέκοπτε προσωρινά για επαγγελματικούς λόγους…
Ήταν η πρώτη ήττα που είχε αναγκαστεί να παραδεχτεί εδώ και πολλά χρόνια. Πετυχημένος χρηματιστής, είχε φτιάξει τεράστια περιουσία με τα λιγότερα δυνατά ρίσκα. Νικητής πάντα, είχε κατασκευάσει έναν προβλέψιμο και ασφαλή ιστό για να ζει σαν υπνωτισμένος πάνω σ αυτόν, μέχρι πριν από λίγα λεπτά που αφυπνίστηκε βίαια, θαμμένος κάτω από χιλιάδες τόνους τσιμέντου.
Οι καπνοί θόλωναν τα πάντα γύρω, ο εξαερισμός της σήραγγας έδειχνε να μην επαρκεί και οι οδηγοί γύρω είχαν αρχίσει να εγκαταλείπουν τα αυτοκίνητά τους, την ώρα που πετάχτηκε κι εκείνος έξω μ ένα μαντήλι στο πρόσωπο, τρέχοντας πίσω προς την είσοδο της σήραγγας. Με το άσθμα του βγαλμένο βίαια μέσα απ τις διασταλμένες κόρες, πατώντας πάνω σε ό,τι μαλακό ή σκληρό έβρισκε μπροστά του, κατάφερε -όπως συνέβαινε πάντα- να φτάσει εκεί που ήθελε…
Ένα ανθρώπινο σακί, σωριάστηκε τότε στο έδαφος, με την ανάσα του να βγαίνει δύσκολη και άρρυθμη, στην προσπάθειά της να συγκρατήσει τις λιγοστές δυνάμεις που τον εγκατέλειπαν.
Στο αριστερό του χέρι χτύπησε το μήνυμα.
Μ ένα τρεμάμενο κλικ άνοιξε τον φάκελο.
Πρόλαβε…¨SANTACLAUS ΕΙΣΑΙ ΚΑΛΑ;¨…
………………………………………………………………………………………………………………………………………………..
Καθώς ο χρόνος άλλαζε στη σήραγγα Λίνκολν, σ ένα στενό κάπου στους Τριάντα τέσσερις δρόμους νότια του ΣέντραλΠάρκ, ο Τζέρυ προσπαθούσε ν ανοίξει μια παλιά Μπέντλει που ήταν παρκαρισμένη στο ίδιο σημείο εδώ και δυο βδομάδες. Τις τελευταίες μέρες δεν είχε καταφέρει να βάλει στο χέρι τίποτα της προκοπής, όμως σήμερα κάτι του έλεγε ότι πάνω σ αυτή την αλλαγή του χρόνου, θα πήγαινε στο διάβολο η γκίνια που τον τυραννούσε τόσο καιρό. Η κλειδαριά αντιστεκόταν αφύσικα για τέτοιο μοντέλο, όταν σκυμμένος καθώς ήταν, πήρε το μάτι του τον καλοντυμένο κύριο που μόλις έστριβε τη γωνία στα δεξιά του. Χωρίς να το σκεφτεί, με μια κίνηση κεραυνό, και την ώρα που εκείνος πέρναγε από πίσω του, τράβηξε την τσάντα που είχε κρεμασμένη στον ώμο και τα επόμενα λεπτά βρισκόταν στην άλλη πλευρά της λεωφόρου να χάνεται όσο πιο βαθιά γινόταν μέσα στα αφιλόξενα σκοτάδια αυτής της πόλης. Αφού σιγουρεύτηκε ότι κανείς δεν ήταν κοντά, σωριάστηκε σε μιαν άκρη και ρούφηξε λαίμαργα τον αέρα που είχε χάσει. Ετοιμάστηκε ν ανοίξει την τσάντα, αλλά το ασταμάτητο κουδούνισμα από μέσα τον έκανε να διστάσει για λίγο. Έφερε το κινητό στο δεξί του χέρι. Ήταν έτοιμος να το απενεργοποιήσει όταν ο ήχος του μηνύματος τον ξάφνιασε. Δεν μπόρεσε ν αντισταθεί στον πειρασμό.
Ένα αριστερό κλικ και ο φάκελος άνοιξε…«ΒΡΕΘΗΚΕ ΝΕΦΡΟ- ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΕΚΕΙ ΑΠΟ ΧΤΕΣ!!!»
«Αδύνατον…» άφησε μια ξέπνοη κραυγή να βγει από μέσα του.
Χωρίς να χάσει χρόνο άρχισε να τρέχει πίσω.
Μπροστά του κρεμασμένα μηχανήματα, σωληνάκια, πράσινες μπλούζες, μάσκες…
Ο Γιούιν !
Φτάνοντας με μια ανάσα στην παρκαρισμένη Μπέντλει δεν βρήκε κανέναν. Έτρεξε στην άλλη γωνία, κοίταξε γύρω, ρώτησε έναν μεθυσμένο που περνούσε.
Άδικος κόπος.
Άνοιξε την τσάντα και έψαξε κάτι που θα τον βοηθούσε να τον βρει. Έπρεπε με κάθε τρόπο να τον βρει. Κάθε λεπτό, κάθε χαμένο λεπτό ήταν μια πιθανότητα λιγότερη. Το ήξερε. Όπως ήξερε ότι δεν υπήρχε άλλο περιθώριο για να περιμένει όταν πια έκανε ανάκληση στον αριθμό του μηνύματος.
«Έλα αγάπη μου, γιατί άργησες να πάρεις; Σε περιμένουν στο νοσοκομείο. Έγινε ατύχημα στη σήραγγα Λίνκολν. Ένας από τους νεκρούς είναι δωρητής. Φύγε αμέσως, εγώ είμαι…»
«Μα…μα κυρία εγώ…εγώ βρήκα το κινητό στο δρόμο και έτυχε εκείνη τη στιγμή να στείλετε το μήνυμα.»
«Ποιος είστε ;…τι είναι αυτά που μου λέτε ;…που είναι ο άντρας μου;»
«Δεν ξέρω κυρία, αυτόν ψάχνω κι εγώ»
«Θέλετε να πείτε ότι δεν πήρε το μήνυμα ;»
«Α…Ακριβώς, αυτό θέλω να πω, όταν το στείλατε του είχε… πέσει ήδη στο δρόμο.»
«Αδύνατον, ο άντρας μου πάντα βάζει το κινητό στη θήκη της τσάντας του. Άρα… εσείς… εσείς το πήρατε. Είστε… είσαι κλέφτης, ναι είσαι κλέφτης, έτσι δεν είναι; Θεέ μου δεν είναι δυνατόν…!»
Ένοιωσε τα πέλματα να υποχωρούν κάτω από ένα αβέβαιο έδαφος. Σάστισε και πέταξε το κινητό μακριά. Ξανακοίταξε με τρόμο γύρω και τότε άρχισε πάλι να τρέχει. Το τμήμα ήταν δυο τετράγωνα πιο κάτω, όμως ο Τζέρυ δεν έπρεπε ν αργήσει άλλο.
Μπροστά του πάλι το μηχάνημα, τα σωληνάκια, ο αδελφός του ο Γιούιν, η μεταμόσχευση, η απόρριψη, το τέλος. Η καινούργια αρχή. Το δικό του καινούργιο μηχάνημα. Η δικιά του καινούργια ελπίδα…
Λίγα μέτρα από το τμήμα οι δυνάμεις του τον πρόδωσαν…
Έκανε να κουνηθεί όμως ήταν δεμένος με τα συνηθισμένα του κόκκινα και πράσινα σωληνάκια που θα τον παρέδιδαν πάλι καθαρό πίσω, σ ένα κόσμο που θα τον αναγνώριζε ωστόσο σαν αιώνια άρρωστο. Ένα προϊόν του, που είχε σπάσει την αλυσίδα υγιούς παραγωγής και είχε καταλήξει όπως χιλιάδες άλλα να περιμένει σε μια γωνία την επανόρθωση. Δεν είχε πια ευχή για κανέναν και για τίποτα. Από τότε που έχασε, πρώτα τον Γιούιν και μετά το μοναδικό του νεφρό, δεν είχε γυρίσει να κοιτάξει πίσω του. Δεν υπήρχε κανείς. Η μάλλον υπήρχαν όλοι κι εκείνος απέναντι να τους παρατηρεί αδιάφορος, εχθρικός, κουρασμένος. Άρχισε να κλέβει νομίζοντας ότι παίρνει πίσω κάτι απ αυτά που του στέρησαν. Μόνο σήμερα, ύστερα από πέντε χρόνια, είχε καταφέρει να γυρίσει το βλέμμα πάνω απ τον ώμο και να κοιτάξει κατάματα τον ζωντανό καθρέφτη που είχε πέσει επάνω του. Τον κυνήγησε με τη δύναμη της κοινής τους μοίρας. Όμως δεν τα χε καταφέρει.
Να τον είχαν βρει εγκαίρως ; Θα ήταν σα να είχαν δώσει το νεφρό στον ίδιο…
Το μυαλό του βασανιζόταν από αυτή σκέψη, την ώρα που του ανακοίνωναν ότι έπρεπε επειγόντως να μπει στο χειρουργείο.
«Σήμερα είναι η μέρα σου φίλε. Είσαι διπλά τυχερός. Κάποιος δότης πέθανε πριν από ώρα στην είσοδο της Λίνκολν και ο μοναδικός συμβατός που ήταν στη λίστα μπροστά από σένα, σκοτώθηκε αμέσως μετά κυνηγώντας έναν κλέφτη στους Τριάντα τέσσερις δρόμους. Τον πάτησε ασθενοφόρο που έτρεχε απ τη σήραγγα στο Κορνέλ.»
Την ώρα που τρανταζόταν απ τα γέλια, ένοιωσε το βάρος, αυτό το ίδιο πλάκωμα που θα πρέπει να ένοιωσε κι εκείνος κάτω από τις ρόδες.
Ένας καινούργιος -το ίδιο απαίσιος- κόσμος μπροστά…
………………………………………………………………………………………………………………………………………………..
Η φωνή του NatKingCole ανακατεμένη με τη θολή μυρωδιά του χώρου τον έφερνε απόψε, παραμονή Πρωτοχρονιάς, στα χρόνια της δικιάς του εξουσίας. Τότε που αυτός ήταν ο ηγέτης και οι άλλοι, οι υπήκοοι, συνωστίζονταν μόνο και μόνο για να βρεθούν κάτω από τον ίδιο ουρανό μ εκείνον. Να νοιώσουν τον ήχο του να τους συνεπαίρνει, να τους φτάνει πιο πέρα κι από κει που μπορούσαν οι ίδιοι, με τον ήχο της δικιάς τους καρδιάς.
Τώρα το σκήπτρο του βασιλιά κρεμασμένο απέναντι, θαμπό από βλέμμα, βουβό από ανάσα, είχε σταματήσει πια να του γαργαλάει την ψυχή.
Δέκα χρόνια δεν το είχε αγγίξει. Δεν είχε πια γύρω του το παραμικρό, το ελάχιστο στήριγμα για να πιαστεί, να σηκωθεί και να το φτάσει. Λες και ζύγιζε τόνους, λες και τους χώριζαν χιλιόμετρα, δεν το έβλεπε καν σαν κάτι που θα άξιζε τον κόπο να προσπαθήσει, να το πλησιάσει. Δεν υπήρχε στο χώρο του, δεν ήταν μέρος του, προέκτασή του, ιστορία του. Δεν ήταν τίποτα.
Σαν κι εκείνον.
Δέκα χρόνια για μια στιγμή. Δέκα ολόκληρα χρόνια για ένα στοίχημα.
«Στο Θεό σου είναι δυνατόν;… το σαξόφωνό σου;… τη ζωή σου;» Βούιξε η φωνή στ αυτιά του. «Το σαξόφωνό σου… τη ζωή σου…το σαξόφωνό σου…τη ζωή σου…!» Ένας αντίλαλος από το βάθος της αίθουσας, τον έκανε να σηκώσει το κεφάλι, τον επανέφερε πάλι σ αυτό το μπαρ, σ αυτή τη τρισάθλια μεριά του Μπρόνξ, κάπου στο βυθό της Νέας Υόρκης. Κοίταξε το ρολόι του. Ο χρόνος πλησίαζε στο τέλος του. Λίγα λεπτά και μετά…
Σχημάτισε το νούμερο τρέμοντας. Ήταν πολύ ώρα που προσπαθούσε να επικοινωνήσει μαζί του. Στο τέλος απογοητευμένος άρχισε να γράφει τα λόγια που ήθελε να του πει. Ένα αριστερό πάτημα και είδε τον φάκελο να φεύγει.
Όπως ένα σημάδι που μετακινείται ανάμεσα στο φως, σηκώθηκε και με δύσκολα βήματα προχώρησε στην έξοδο. Να δει γιατί αργούσε. Του είχε υποσχεθεί ότι σήμερα θα το έφερνε. Και περίμενε. Δέκα χρόνια τώρα είχε σταματήσει να το κάνει. Όμως σήμερα περίμενε…
Λίγο πριν φτάσει στην έξοδο του μπαρ, γύρισε και κοίταξε το στρογγυλό τραπέζι.
Ήταν όλοι τους ξανά εκεί. Τους αναγνώρισε. Από την προηγούμενη νύχτα ήταν εκεί. Κι από τις άλλες. Πάντα ήταν εκεί. Δεν τον άφησαν ποτέ. Τον κυνηγούσαν και τους κυνηγούσε κι αυτός.
Καθισμένος σε μια άκρη του τραπεζιού, προετοιμαζόταν. Είχε έρθει η στιγμή του να ρεφάρει. Όλα χαμένα. Σπίτια, αυτοκίνητα, καταθέσεις. Το μόνο δικό του ακόμα, το σκήπτρο του βασιλιά.
«Αυτό για όλα…πάμε ;»
«Στο θεό σου είναι δυνατόν ;…το σαξόφωνό σου;…τη ζωή σου;»
«Αυτό για όλα τ άλλα είπα. Με έναν όρο. Χάσω-κερδίσω η μάνα μου στο σπίτι της για όσο ζει.»
«Πάμε…»
Κι έφυγαν με το σκήπτρο. Κι έμεινε αυτός εδώ σ αυτό το βυθό για δέκα χρόνια.
Μέχρι σήμερα.
Μέχρι τώρα.
Μέχρι τη στιγμή που το είδε πάλι μπροστά του. Γυαλισμένο, έλαμπε, τον προκαλούσε να το κρεμάσει πάλι στο λαιμό του, να βρέξει με τα διψασμένα χείλια το καλάμι του.
«Αργήσαμε λίγο Έντι, αλλά βλέπεις η κίνηση έξω είναι τρομερή. Λες και κανείς δεν θέλει ν αλλάξει το χρόνο σπίτι του πια…»
«Το έφερες…αυτό είναι….μα την πίστη μου…αυτό είναι !»
«Αφού σου το υποσχέθηκα. Το έφερα για σένα.»
«Πως μπόρεσα…» του ψιθύρισε εκείνος. Το χάιδεψε και αισθάνθηκε με μιας τη χαμένη του δύναμη να ανεβαίνει, αυτή τη ξεχασμένη ανάσα να έρχεται από βαθιά και να τον ζεσταίνει. Έφερε το επιστόμιο κοντά του και μύρισε το στεγνό άρωμα του ξύλου. Με μια νωχελική κίνηση της γλώσσας νότισε τα χείλια και τα ακούμπησε πάνω του. Φύσηξε γλυκά τον αέρα που είχε ανέβει και τον έπνιγε σαν κόμπος στο λαιμό. Μια περίεργη νότα βγήκε από μέσα, κάτι σαν ένα μακρόσυρτο χαμηλό Ντο που φώναξε σε όλους γύρω πως ο βασιλιάς ήταν και πάλι εδώ.
«Το σαξόφωνό σου…τη ζωή σου…!» ακούστηκε η φωνή.
«Γιατί δε με αναζήτησες ; Τώρα όλα θα ήταν αλλιώς.»
«Για ποιο λόγο; Η μάνα ήταν εντάξει, δεν κατάλαβε ποτέ της τίποτα. Κι έπειτα εσύ πάντα ήθελες να πας μακριά. Έτσι δεν είναι Μόργκαν;» του ψιθύρισαν τα μάτια που δεν έφυγαν λεπτό από πάνω του.
«Έφαγα τον κόσμο να το βρω…»
«Το ξέρω…θα έδωσες…»
«…σσσς μη μιλάς, μόνο παίξε να σ ακούσω… όπως τότε στις σκάλες…»
Τώρα ο Έντι ένοιωθε να επιπλέει πάνω απ τον άλλο, τον βαθύ και σκοτεινό εαυτό του. Είχε φτάσει στην επιφάνεια κι έκλεινε τα μάτια θαμπωμένος από το φως που είχε στερηθεί καιρό τώρα.
Λίγα μόλις δευτερόλεπτα ήταν αρκετά για ν ανακτήσει το σκήπτρο του ο έκπτωτος βασιλιάς. Δεν είχε φωνή, είχε μόνο ορμητικά κύματα αέρα που έσπρωχναν νότες και ήχους, πάνω σε δρόμους που μόνο εκείνος μπορούσε ν ανοίξει. Τα δάχτυλα είχαν λυθεί και ακολουθούσαν απλά το ρυθμό που επέβαλε η λαχανιασμένη του καρδιά. Το ρυθμό που δεν μπόρεσε κανείς να σταματήσει μέσα στο μπαρ, ακόμα κι όταν τον είδαν να γονατίζει μελανός και ξέπνοος μπροστά στα πόδια τους. Πρόλαβε πριν χαθεί μέσα σ αυτό τον ονειρικό παράδεισο που τον ρουφούσε, να ψελλίσει.
«Τον Μόργκαν…το κινητό…»
Την ώρα που η σειρήνα ούρλιαζε για ν ανοίξει δρόμο στη λιγοστή ελπίδα, ο Μόργκαν καρφωμένος πάνω από το μήνυμα, σα να ένοιωσε ένα σφίξιμο στο αριστερό χέρι του, καθώς προσπαθούσε να κρατήσει ζεστό εκείνο του αδελφού του.
«ΜΟΥ ΕΔΩΣΕΣ ΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ ΠΙΣΩ ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΣΤΙΓΜΗ. ΤΩΡΑ ΠΙΑ ΚΑΙ Ν ΑΡΓΗΣΕΙΣ ΔΕΝ ΠΕΙΡΑΖΕΙ. ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ.»
………………………………………………………………………………………………………………………………………………..
Περασμένες δώδεκα, και ο νέος χρόνος είχε εισβάλλει για τα καλά στην καρδιά αυτής της πόλης, που θα εξακολουθούσε να χτυπά για όσο καιρό ακόμα θα συνέχιζαν να υπάρχουν πάνω της άνθρωποι που θα έσκαβαν να βρουν ελπίδα ανάμεσα στις σορούς της…
Ένας απ αυτούς, ο Γκρέγκ, φόρεσε τα ακουστικά, έφερε το μικρόφωνο στη σωστή απόσταση κι ετοιμάστηκε να βγει στον αέρα αυτή τη νύχτα, μ ένα εορταστικό πρόγραμμα για όλους εκείνους που η ανέγγιχτη μοναξιά τους κρατούσε αιχμάλωτους στη σκιά αυτής της ελπίδας. Ήταν μια ανοιχτή γραμμή επικοινωνίας που επέτρεπε στο ξάγρυπνο κομμάτι αυτής της πολιτείας, να βγάλει το κεφάλι έξω και να αφουγκραστεί -έστω και για λίγο- τα πολυσύχναστα και φωταγωγημένα χρόνια που είχαν κάποτε υπάρξει και γι αυτό.
Είχε ετοιμάσει πολλές μουσικές εκπλήξεις γι απόψε και περίμενε τους ακροατές στο μικρόφωνο για να κουβεντιάσουν όπως κάθε μέρα, να προβληματιστούν, να αστειευτούν, να γιορτάσουν μαζί του. Στο τρίωρο πρόγραμμά του δεν προλάβαινε να μιλήσει παρά με ελάχιστους από εκείνους που συνωστίζονταν στο τηλεφωνικό κέντρο. Απεγνωσμένες κραυγές βοήθειας οι περισσότερες, που έψαχναν στήριγμα για να βγάλουν τη μέρα τους, να σπρώξουν το χρόνο μια ίντζα πιο πέρα. Γι αυτούς, τα μεγέθη κι οι διαστάσεις είχαν έναν πολύ ιδιαίτερο, πολύ περιορισμένο χαρακτήρα που δεν τους επέτρεπε να κινηθούν πιο μακριά ή πιο γρήγορα. Όλα στη ζωή τους εξελίσσονταν νωθρά, σαν σε αργή κίνηση παιγμένα, σε επανάληψη, σε ανακύκλωση των ίδιων αφόρητων γεγονότων.
«Καλημέρα και χρόνια πολλά σε όλους όσους μας ακούν αυτή τη νύχτα, που γεννιέται κάτι καινούργιο γύρω μας, με την ελπίδα και για κάτι καινούργιο μέσα μας, κάτι που…» ακούστηκε η συνηθισμένη φωνή με τα πολλά μπάσα και τα λίγα ντεσιμπέλ, ν αρχίζει την τρίωρη συνομιλία μ αυτή την μοναχική -και γι αυτό τόσο τεράστια- οικογένεια της πόλης. Άνθρωποι που περίμεναν τη νύχτα για να φωτίσουν τα ναρκοπέδια της μέρας τους. Ν απλωθούν και να δώσουν έκταση σε μια φωνή που έβγαινε αυτή την ώρα ηχηρή, έστω και πίσω από το αθέατο όνομά της. Ένας άλλος κόσμος, που είχε βγει από την ολοήμερη παύση του, μόνο και μόνο για να δηλώσει εδώ, ότι είχε κι αυτός μέγεθος και λόγο. Δεν τον ένοιαζε πώς θα ακουγόταν αυτό που θα έλεγε, αφού κι εκείνοι που θα το άκουγαν την ίδια απελπισμένη ανάγκη ν ακουστούν θα είχαν.
Χαμήλωσε την ένταση της μουσικής και χαιρέτησε τον πρώτο του καλεσμένο.
«Καλώς τον. Τ όνομά σου ;»
«Καλησπέρα Γκρέγκ, με λένε Τζων και αυτό το βράδυ νοιώθω πολύ άβολα. Αφόρητα άβολα. Μόλις πριν λίγο τσακώθηκα με τη γυναίκα μου κι εκείνη σηκώθηκε κι έφυγε. Είπε δεν θα ξαναπατήσει το πόδι της στο σπίτι…»
«Γεια σου Γκρεγκ και χρόνια σου πολλά. Εγώ αντίθετα με τον προηγούμενο ακροατή σου, δεν έχασα κανέναν απόψε. Ποτέ μου δεν είχα κάτι για να το χάσω. Δεν ξέρω αν αυτό είναι καλό ή κακό. Πάντως αυτή είναι η αλήθεια μου…»
«Έλα μεγάλε, εδώ είμαι πάλι, ο Μπεν. Εγώ είχα κανονίσει να βγω απόψε με μια καινούργια γκόμενα. Τι τα θες όμως, όλες τους ίδιες είναι. Με πήρε τελευταία στιγμή να μου πει ότι αρρώστησε. Μαλακίες. Εγώ ξέρω ότι την έκανε. Ποια θέλει να βγει μια τέτοια μέρα μ ένα χοντρό σαν κι εμένα. Καλά δε λέω;…»
«Καλησπέρα σε σένα Γκρέγκ και στους ακροατές σου. Είμαι η Παμ, η τρελή εβδομηντάρα που ξενυχτάω κάθε βράδυ μαζί σου. Θα μπορούσε κάποια να σ ερωτευτεί κι από τη φωνή σου μόνο, το ξέρεις! Εγώ πάντως είμαι αρκετά μεγάλη γι αυτό, δε νομίζεις ;…»
«Γεια και χαρά σε όλους, καλή χρονιά και πάντα εδώ μία με τέσσερις να τα λέμε. Είσαι απίθανη παρέα Γκρέγκ. Εγώ καταφέρνω να κοιμηθώ κατά τις έξι το πρωί, οπότε καταλαβαίνεις ότι χωρίς εσένα και τους φίλους δεν θα την έβγαζα…»
«Επιτέλους Γκρεγκ σε πετυχαίνω. Έχω περάσει ατέλειωτες ώρες στο τηλεφωνικό κέντρο για να μπορέσω απόψε να σου μιλήσω. Φαίνεται είναι η μέρα μου. Φέτος είπα κι εγώ να γράψω στον SantaClaus και είμαι εδώ και περιμένω να έρθει…»
«Γκρέγκ γειά, δεν τα χουμε ξαναπεί. Είμαι ο Στηβ. Είναι περίεργο να ξέρεις ότι σ ακούει όλη η πόλη. Ήθελα να σου πω ένα σωρό πράγματα αλλά τα περισσότερα τα έχω κι ολας ξεχάσει…»
«Χαιρετώ όλη την παρέα. Είμαι η Τζούλι και απόψε είμαι πολύ χαρούμενη γιατί με πήρε ο Τζώρτζ για να βγούμε. Βέβαια έχει αργήσει, όμως… δεν πειράζει, εγώ θα τον περιμένω…»
«Γεια, είμαι η Τζάνετ από το BigApple. Έτσι συνήθιζε να λέει το Χάρλεμ ο παππούς μου. Δεν ξέρω γιατί. Νομίζω ήταν το όνομα μιας νέγρικης μπάντας ή κάτι τέτοιο… »
«Καλησπέρα παιδιά, Ρόι εδώ. Έχω ξαναβγεί, θυμάστε με την απόπειρα… τότε… στο δέκατο όροφο, στους Εβδομήντα δύο δρόμους. Εσείς με κρατήσατε, δεν το ξεχνώ. Τώρα πια δεν θέλω να φύγω. Είμαι περίεργος να δω τι θα γίνει παρακάτω… »
«Καλή χρονιά σε όλους. Έχω πολύ καιρό να μιλήσω, και μάλιστα μπροστά σε τόσους ανθρώπους. Είναι… απίστευτο. Έχω συγκινηθεί. Συγγνώμη…»
«Γεια. Με λένε Άλις. Εγώ απόψε είμαι πολύ αναστατωμένη. Από την ώρα που άκουσα για το αεροπλάνο που χάθηκε από τα ραντάρ, δεν μπορώ να κοιμηθώ. Αν θυμάμαι καλά, Σαν Φρανσίσκο πήγαινε. Μπορώ να καταλάβω την αγωνία των ανθρώπων. Είναι και δικιά μου. Έχασα κι εγώ τον αδερφό μου. Έπεσε πάνω στους δίδυμους. Θεέ μου πόσο μεγάλη θα είναι ετούτη η νύχτα!…»
«Hallo Γκρεγκ, παίρνω από το δρόμο, είμαι ταξιτζής. Πριν λίγη ώρα έφερα στο Κορνέλ έναν τραυματία από τη Λίνκολν. Πρέπει να έχουν σκοτωθεί αρκετοί. Εγκλωβίστηκαν κάτω από το ποτάμι και ποδοπατήθηκαν καθώς έτρεχαν προς την είσοδο. Τρομερό! Εμένα με γλίτωσε ο πλοηγός!…»
«Ευχαριστώ όλους τους ακροατές για την επικοινωνία που μας χάρισαν απόψε. Η εκπομπή έφτασε για άλλη μια βραδιά στο τέλος της κοντά τέσσερις τα ξημερώματα. Θα κλείσω δυστυχώς με μια δυσάρεστη είδηση. Ο θρύλος της τζαζ Έντυ Πάρκερ, έφυγε από κοντά μας απόψε λίγο μετά την αλλαγή του χρόνου. Ο βασιλιάς του σαξόφωνου για πάνω από τρεις δεκαετίες, είχε αποσυρθεί τα τελευταία χρόνια καθώς τον ταλαιπωρούσαν σοβαρά προβλήματα υγείας. Ξεψύχησε στην είσοδο του μπαρ ¨BigApple¨ περιμένοντας τον αδελφό του. Ο διάσημος ηθοποιός Μόργκαν Πάρκερ που για λίγα λεπτά δεν τον πρόλαβε, παρουσιάστηκε συντετριμμένος στους δημοσιογράφους…
….καλή σας νύχτα! »
Lorem ipsum dolor sit amet, consectetur adipiscing elit. Ut elit tellus, luctus nec ullamcorper mattis, pulvinar dapibus leo.Lorem ipsum dolor sit amet, consectetur adipiscing elit. Ut elit tellus, luctus nec ullamcorper mattis, pulvinar dapibus leo.
Lorem ipsum dolor sit amet, consectetur adipiscing elit. Ut elit tellus, luctus nec ullamcorper mattis, pulvinar dapibus leo.Lorem ipsum dolor sit amet, consectetur adipiscing elit. Ut elit tellus, luctus nec ullamcorper mattis, pulvinar dapibus leo.
Lorem ipsum dolor sit amet, consectetur adipiscing elit. Ut elit tellus, luctus nec ullamcorper mattis, pulvinar dapibus leo.Lorem ipsum dolor sit amet, consectetur adipiscing elit. Ut elit tellus, luctus nec ullamcorper mattis, pulvinar dapibus leo.
Μαθαίνοντας να σχετίζομαι, να εκφράζομαι, να συγκρούομαι, να ζω μαζί, να ζω χωρίς, να επικοινωνώ, να διεκδικώ, να αυτοπροσδιορίζομαι, να συναισθάνομαι, να κατανοώ, να ανήκω, διαπιστώνω χρόνια τώρα μια βαθιά ανθρώπινη ανάγκη για εγγύτητα.
Όπως σε όλες τις “συναλλαγές” έτσι και σ αυτήν που όλοι διαπραγματεύονται το μεταξύ τους κοντά-μακριά, αυτό που έχει σημασία είναι η αποδοχή βασικών κανόνων που ορίζουν την επικοινωνία…
Lorem ipsum dolor sit amet, consectetur adipiscing elit. Ut elit tellus, luctus nec ullamcorper mattis, pulvinar dapibus leo.
Τέχνες / Λογοτεχνία – Βιβλίο Η ΕΜΠΝΕΥΣΗ ΤΟΥ “ΖΩΝΤΑΣ ΜΑΖΙ”...
Τέχνες / Λογοτεχνία – Βιβλίο Δεν...
Τέχνες / Λογοτεχνία – Βιβλίο Τέχνες / Λογοτεχνία – Βιβλίο...
Email επικοινωνίας: zontasmazi@gmail.com
Copyrights © 2020. Made by Greenmind | Όροι Χρήσης – Πολιτική Cookies