Τέχνες / Λογοτεχνία – Βιβλίο Η ΕΜΠΝΕΥΣΗ ΤΟΥ “ΖΩΝΤΑΣ ΜΑΖΙ”...
Δεν χάνονται οι άνθρωποι μόνο αν τους σκεπάσεις με χώμα. Χάνονται κι αν τους σκεπάσεις με αδιαφορία, με εγκατάλειψη, με απόρριψη, με λήθη…
Έσκυψε κι’ άλλο. Με το μοναδικό δάκρυ να χάσκει τώρα πάνω από τον ορθάνοιχτο κάτω κόσμο, περίμενε να φύγει κι’ ο τελευταίος θεατής. Μ’ ένα νεύμα διέταξε τους «βαρκάρηδες» να μην το σκεπάσουν. Ήθελε να μείνουν μόνοι. Δεν είχε ακόμη προλάβει να του πει τίποτα. Τριάντα τόσα χρόνια μαζί και τώρα θυμήθηκε ο ευλογημένος να του τα πει όλα.
Πως του άρεσε να χώνεται στην αγκαλιά του. Πως ανησυχούσε που κάπνιζε πολύ. Πως δεν τον φρόντισε όπως του άξιζε. Πως με κανέναν στον κόσμο αυτό δεν ήθελε να τον ανταλλάξει. Πως δεν θυμόταν ποτέ να του είπε πόσο πολύ τον αγαπούσε. Πως έφευγε τώρα που τον είχε θανάσιμη ανάγκη.
Και άλλα, που τον άφηναν αδιάφορο λίγο πριν.
Κι όμως δεν πίστευε ποτέ ότι θα έφτανε καιρός που θα σκεφτόταν έτσι για εκείνον. Η αλήθεια ήταν ότι δεν πίστευε καν ότι θα τον σκεφτόταν. Αν δεν τον απατούσε η μνήμη του, είχαν περάσει χρόνια που είχε ν ασχοληθεί σοβαρά μαζί του. Η ψυχή του τον είχε εγκαταλείψει σε μια αθέατη γωνιά της. Σ εκείνη που είχε ξεχάσει τόσα χρόνια να φωτίσει και που τώρα -έστω και αργά- είχε ξεσηκωθεί και ήθελε όσο τίποτα να το κάνει.
Να το κάνει όμως για ποιόν;
Το ωχρό εκμαγείο που ατένιζε τον ουρανό από κάτω, δεν ήταν τίποτε άλλο από τη δική του αντανάκλαση. Ήθελε να βρεθεί όλος εκεί και να το αγκαλιάσει. Να σφίξει το κομμάτι της ψυχής του που έφευγε μαζί μ εκείνον. Να μην αφήσει τίποτα να του φύγει πια…
Νύχτωνε, κι οι «βαρκάρηδες» βιάζονταν. Δεν τους έδωσε σημασία και συνέχισε να του μιλάει, να τον αγκαλιάζει, να τον φροντίζει…
Η τελευταία φροντίδα. Αυτή που δεν είχε ποτέ για εκείνον και που τώρα έτσι όπως έβγαινε ψηλά από το στέρνο, ήταν έτοιμη να του κόψει σαν λεπίδα την ανάσα.
Κοίταξε γύρω. Αδερφός πουθενά. Μόνο μια μητέρα, που επέστρεφε με σπουδή στον δικό της πάνω κόσμο, για να βρει ξανά την ασφάλειά της σ αυτόν.
Δεν την αδικούσε. Δεν την έκρινε. Δεν ήταν ο κατάλληλος πια γι αυτό.
Θα ήθελε μόνο, να τον είχαν αγαπήσει λίγο πιο πολύ. Να τον είχαν πονέσει λίγο πιο πολύ…
«Εδώ δεν προσπαθήσαμε καν να τον γνωρίσουμε.» φώναξε στους «βαρκάρηδες» που δεν άντεχαν άλλο να περιμένουν και απειλούσαν να φύγουν.
Έβγαλε σαν υπνωτισμένος από την τσέπη του από εκατό ευρώ και τους μοίρασε. Η υπομονή επανήλθε αμέσως στα φυσιολογικά -για το αντίτιμο- επίπεδα.
Απερίσπαστος, κι έχοντας κερδίσει λίγο χρόνο ακόμα, κάθισε στο χείλος του πάνω κόσμου, με τα πόδια να αιωρούνται από την οροφή του κάτω κι άφησε να βγει μια ανάσα βαριά.
«Να γνωρίσετε ποιόν;» ακούστηκε κάτι σαν ψίθυρος από δίπλα.
Σάστισε. Σηκώθηκε και κοίταξε γύρω. Ήταν τελείως μόνος. Τα φτυάρια πεταμένα. Οι «βαρκάρηδες» μακριά, ακόνιζαν την υπομονή με την τσέπη τους…
Δεν καταλάβαινε τίποτα. Και δεν ζούσε σε όνειρο, ήταν σίγουρος ότι είχε ακούσει τη φωνή.
«Ποιόν να γνωρίσουμε! Άντε τώρα να εξηγείς στον καθένα τη ζωή σου. Να καταλάβει τι;» μονολόγησε δυνατά.
«Μη το λες, ένας απ έξω ίσως θα τα έβλεπε πιο καθαρά.» Ήρθε ξερή η απάντηση για να τον τινάξει και πάλι όρθιο.
«Μα… είναι κανείς; Ποιος μιλάει;» φώναξε στον αέρα γύρω.
«Εγώ!» ακούστηκε η λέξη, πιο κρυστάλλινη τώρα. Είχε αρχίσει να νυχτώνει, όμως η κατεύθυνση της φωνής οδηγούσε αυτή τη φορά τα μάτια του σωστά. Πίσω απ τον απέναντι τάφο -ανοιγμένο κι αυτόν- ξεπρόβαλε τώρα, ό,τι είχε απομείνει απ αυτή τη φωνή.
«Εσείς;»
«Όπως βλέπεις, κανείς δε γλιτώνει από τούτη δω τη θέση. Και εδώ που τα λέμε, τι να είσαι μέσα, τι να είσαι απ έξω. Ο θάνατος κλείνει μόνο ένα κύκλο. Από πια μεριά του θα είσαι, λίγη σημασία έχει.»
«Ναι… αλλά εμείς είμαστε ακόμα από τη μεριά των ζωντανών.»
«Λάθος. Αυτό που βλέπεις πολλές φορές, δεν είναι παρά μόνο μια εικόνα που έχει ο θάνατος. Μια από τις πολλές. Μια άλλη βρίσκεται τώρα μπροστά σου. Γιατί είσαι –εξάλλου -τόση ώρα πάνω από τον τάφο του; Σα να θέλεις κι εσύ να μπεις μέσα. Έτσι δεν είναι;»
«Έτσι…»
«Πατέρα θάβεις;»
«Ναι. Εσείς… γιο;»
«Γιο…»
«Λυπάμαι! Πρέπει να είναι πιο σκληρό.»
«Είναι. Αν κι εγώ τον έχω χαμένο χρόνια τώρα.»
«Τον έχετε;»
«Ναι, γιατί απορείς; Με το θάνατο δεν ξεμπερδεύεις ποτέ. Δεν έχει παρελθόν ή μέλλον. Μόνο παρών. Την απώλεια, το κενό που αφήνει το κουβαλάς πάντα. Δεν χάνονται οι άνθρωποι μόνο αν τους σκεπάσεις με χώμα. Χάνονται κι αν τους σκεπάσεις με αδιαφορία, με εγκατάλειψη, με απόρριψη, με λήθη. Είναι πολλές οι κηδείες που τους κάνουμε πολύ πριν τη τελευταία, έτσι που όταν έρθει η ώρα γι αυτήν, ζούμε κάτι που απλά έχουμε ξαναζήσει.»
«Και τότε εσείς, γιατί είσαστε τώρα έτσι;»
«Πως είμαι;»
«Να… έχετε την ίδια όψη με το γιο σας εκεί κάτω. Ωχρό εκμαγείο!»
«Γιατί… σου είπε κανείς ότι συνηθίζεις ποτέ το θάνατο; Κάθε φορά κι από κάτι καινούργιο χάνεις. Δεν είναι απαραίτητο να το παρατηρήσουν οι άλλοι. Όταν όμως συμβεί, μπορεί και να σοκάρει.»
«Όπως τώρα!»
«Τον αγαπούσες;»
«Ποιόν;»
«Να… ακόμα και τώρα φοβάσαι. Φοβάσαι να του το πεις. Θες, αλλά φοβάσαι τον ¨άλλον¨. Έτσι;»
«Ποιόν άλλον;»
«Έλα τώρα, μην κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις. Κι εγώ ένας ¨άλλος¨ υπήρξα γι αυτό και ξέρω. Για τους περισσότερους έτσι είναι. Άμα δεχτείς να παίξεις αυτό το ρόλο… του ¨άλλου¨, τότε δεν είναι δύσκολο. Και ο δικός μου γιος ζούσε με ¨άλλο¨ πατέρα. Ξένο; Κάλπικο; Διαφορετικό; Όπως θες πες τον. Πάντως όχι το δικό του. Δεν τον αδικώ που δεν τον αγάπησε. Ψέματα! Μάλλον που δε τον πόνεσε. Στο κάτω-κάτω, ναι, ντρεπόταν που είχε έναν τέτοιο πατέρα. Νομίζεις δεν το ξέρω; Μαθαίνεις να μην αγαπάς από μικρός έναν τέτοιο πατέρα. Ή για να είμαι δίκαιος, μαθαίνεις να μη του το λες. Άμα ξεχνάς όμως να λες στους ανθρώπους ότι τους αγαπάς, μάτια μου, στο τέλος -τι τα θες- ξεχνάς και να τους αγαπάς.»
«Η αγάπη είναι και υπόθεση μνήμης δηλαδή;»
«Ας πούμε ότι η μνήμη κρατά ζωντανό το συναίσθημα.»
«Και τότε γιατί το δικό μου έμεινε τόσα χρόνια ζωντανό, ενώ δεν θυμάμαι ποτέ να του είπα ότι τον αγαπάω;»
«Ποιος σου είπε ότι δεν του το έλεγες;»
«Εγώ; Πως… δεν ξέρω τι μου γίνεται;»
«Θα σου πω μια ιστορία. Άκουσέ την προσεκτικά. Δεν την έχω ξαναπεί. Ούτε στο γιο μου.
»Οι άνθρωποι από τότε που γεννιόνται δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να προσπαθούν ν αλλάξουν τα πάντα γύρω τους. Παρατήρησε τα μωρά. Αν τ αφήσεις, έστω και ένα λεπτό, δεν πρόκειται να μείνει τίποτα όρθιο. Στην εφηβεία; Τα ίδια. Ανάστα ο Κύριος! Από κει και πέρα οι ρυθμοί αλλάζουν, μειώνονται. Οι άνθρωποι προγραμματίζονται, μπαίνουν σε καλούπια. Οι περισσότεροι τουλάχιστον. Φτιάχνουν το δικό τους καλούπι, χώνονται μέσα (για την ακρίβεια γίνονται ένα μ’ αυτό) και μετά από κει, παρατηρούν τον κόσμο. Πρέπει όμως κάποια στιγμή να βγουν έξω και να βρουν ανθρώπους για να ζήσουν μαζί τους. Ως εδώ καλά; Είναι πιο εύκολο γι αυτούς λοιπόν -πιο βολικό αν θες- να τους βάλουν σε ίδια με τα δικά τους καλούπια για να μπορούν να επικοινωνούν καλύτερα. Τώρα -κι εδώ πρόσεξε τι σου λέω- όποιος προλάβει χώνει τον άλλο στο δικό του. Το γνωστό παιχνίδι εξουσίας. Ο δυνατός πάντα πάνω απ’ τον αδύναμο. Έτσι κι εδώ. Σε βρήκα μπόσικο; Σε αλλάζω, σε φτιάχνω στα μέτρα μου, σε ντύνω με τα ρούχα μου, σε φωτίζω με τη λάμψη μου, σε παραγεμίζω με τις ιδέες μου και μετά… μετά σε εγκαταλείπω εκεί δίπλα για να μου κάνεις παρέα στη ζωή. Τίποτα πιο απλό απ αυτό. Σκέψου μόνο ότι είναι κάτι που το μαθαίνεις από μικρός. Άρα δεν είναι δύσκολο. Μάλλον είναι κάτι που το κάνεις αντανακλαστικά…»
«Ωραία… αλλά δεν καταλαβαίνω πότε είπα στο πατέρα μου ότι τον αγαπάω…»
«Μη βιάζεσαι, θα φτάσουμε κι εκεί. Οι άνθρωποι λοιπόν με τα χρόνια μαθαίνουν να ζουν έτσι. Κάποιοι απ αυτούς ¨καταπίνονται¨ στην κυριολεξία από τους άλλους, τόσο που δεν ξεχωρίζουν και οι ίδιοι πια, τίνος τη ζωή ζουν. Μπορεί να την περάσουν και ολόκληρη μ αυτόν τον τρόπο. Να μην καταλάβουν τίποτα. Να μη νοιώσουν τίποτα το περίεργο ή το αφύσικο. Να μην πάρουν μυρωδιά. Σα να ξαναγεννήθηκαν σ ένα άλλο σώμα που μιλάει, αναπνέει, ζει γι αυτούς…
»Είναι αλήθεια βέβαια πως για πολλούς αυτό είναι ανακουφιστικό. Λυτρωτικό θα έλεγα…»
«Ποιο;»
«Μα να ακουμπάνε τη ζωή τους πάνω σε άλλες. Ανήμποροι να την κουβαλήσουν μόνοι, την ξαποσταίνουν πάνω στον πρώτο που θα τους ρίξει σανίδα. Κι από κει και πέρα την ξεχνάνε. Ζουν μηχανικά ακολουθώντας την άλλη πορεία…»
«Έτσι όπως τα λέτε, θα νομίσει κανείς ότι οι μισοί άνθρωποι ζουν τη ζωή των άλλων μισών…»
«Πάλι βιάζεσαι… Καθώς περνούν τα χρόνια όμως, πολλοί αποφασίζουν ν αλλάξουν πράγματα στη ζωή τους. Άλλοι καταφέρνουν να την πάνε ένα βήμα μπροστά, άλλοι… αφήνονται να παρασυρθούν προς τα πίσω. Τότε είναι που οι ισορροπίες διαταράσσονται στις ζωές τους. Αυτός που στην αρχή ¨δέχτηκε¨ να παίξει το ρόλο ενός ¨άλλου¨ προκειμένου να συνυπάρξετε, έρχεται τώρα να επαναστατήσει και να σου ¨πει¨ ότι κουράστηκε να το κάνει. Μπορείς λοιπόν εσύ ή να προσαρμοστείς στην νέα κατάσταση ή να τον αγνοήσεις και να συνεχίσεις σα να μην τρέχει τίποτα. Και στις δυο περιπτώσεις έχεις κάνει φυσικά το ίδιο λάθος. Είτε γιατί διαιωνίζεις το αρχικό, είτε γιατί ενώ είχες την ευκαιρία δεν το διόρθωσες.
»Πρόσεξε, γιατί εδώ μπαίνει και η αγάπη που λέγαμε. Είπες προηγουμένως ότι δεν γνωρίσατε τον πατέρα σου. Ότι δεν προσπαθήσατε καν. Έτσι ;»
«Έτσι.»
«Αναρωτήθηκες ποτέ γιατί το κάνατε ;»
«Γιατί… γνωρίζαμε αυτόν που είχε φτιάξει ο καθένας μας. Αυτό προφανώς μας αρκούσε. Δεν ξέρω πάλι…»
«Και όχι μόνο… Αφού λοιπόν αυτόν που φτιάξατε, δεν μπορούσατε, εκ των πραγμάτων, να τον αγαπήσετε, γιατί; μα γιατί ήταν άλλος, όχι ο αυθεντικός, ο ατόφιος. Τι κάνατε τότε; Τον περιφέρατε στην άβυσσο του μυαλού σας προσπαθώντας να τον διορθώσετε καταλαβαίνοντάς τον, κι όχι αγαπώντας τον.
»Κι επειδή φυσικά δεν μπορεί κανένας να κατανοήσει κάποιον που υποδύεται έναν εαυτό που δεν είναι -ακόμα κι αν αυτός ο εαυτός είναι δημιούργημά του- κάνει κάτι πολύ απλό. Τον βάζει στο περιθώριο και παύει να ασχολείται μαζί του μέχρι το τέλος. Αυτό που κάνατε κι εσείς. Αυτό που έκαναν και σε μένα. Αυτό που κάνουμε σχεδόν όλοι…»
«Ναι όμως εγώ νοιώθω ότι τον αγαπούσα πάντα, μόνο…»
«…μόνο που δεν του το είπες ποτέ γιατί πίστεψες ότι δεν θα το καταλάβει. Ή αλλιώς. Το είπες μόνο για να το καταλάβει. Μόνο εκεί… Αυτό βέβαια όπως αντιλαμβάνεσαι τώρα δεν ήταν αρκετό. Έτσι δεν είναι; »
«Κάπως έτσι…»
«Έτσι…. πως αλλιώς; Δεν απευθύνθηκες ποτέ στο συναίσθημά του, μόνο στη λογική του. Κι όπως εσύ περίμενες μόνο να σε καταλάβει και όχι να σε αισθανθεί, έτσι κι εκείνος απέμεινε μόνος, να ελπίζει από σένα την κατανόηση κι όχι την αγάπη. Το συναίσθημα αυτό το είχατε μετατρέψει κι οι δυο σε κάτι δυσνόητο, σχεδόν αδικαιολόγητο. Ποτέ δεν είπατε ο ένας στον άλλον ότι δεν είναι ¨αρκετή¨ η αγάπη του. Δεν σας απασχόλησε ποτέ αυτό. Μόνο λέγατε… δεν είναι ¨απαραίτητη¨! Έτσι;»
«Έτσι…!»
«Σα να ντρεπόσαστε να πείτε ο ένας στον άλλον πως τον αγαπάτε. Σα να το θεωρούσατε αυτό μια πράξη με πολύ κόπο για μια τόσο μικρή ανταμοιβή. Για σκέψου. Η αγάπη! Το κυρίαρχο συναίσθημα. Αυτό που κινεί τα νήματα. Το είχατε ¨σμικρύνει¨. Το είχατε κάνει αντικείμενο διαπραγμάτευσης στις ¨αγορές¨ του μυαλού σας…
»Την αγάπη, παιδί μου, δεν περιμένεις να την καταλάβει κανείς. Περιμένεις μόνο από τον άλλο ν αδειάσει το χώρο, όλο το χώρο, για να τη στολίσει μέσα του, στο πιο εμβληματικό του σημείο. Κι εκείνη, η αγάπη δηλαδή, πρέπει να έχει τέτοια δύναμη, ώστε να βρει το χώρο ακόμα κι αν δεν έχει μείνει ούτε σπιθαμή εκεί μέσα…
»Σε σας οι χώροι αυτοί ήταν κατειλημμένοι τόσα χρόνια. Είναι έτσι;»
«Έτσι… έτσι…»
«Και τώρα… μετά το τέλος, αυτά τα άλλα συναισθήματα, έδωσαν τη θέση τους σ αυτή την άλλη αγάπη. Ο θυμός, ο φόβος, η οργή, η απόγνωση, η ντροπή, η ενοχή, η αποστροφή, έσβησαν με το θάνατο.
»Μα θα μου πεις, ο θάνατος γεννά αγάπη; Θα έλεγα απελευθερώνει αγάπη και την πάει εκεί που θα έπρεπε να πάει όσο υπήρχε ζωή. Γι αυτό τώρα σε πλημμυρίζει αγάπη για το νεκρό πατέρα σου. Δεν νοιώθεις ντροπή γι αυτόν, ούτε για σένα. Δε νοιώθεις πια θυμό ή ενοχή. Από δω και μπρος θα κυκλοφορεί ανεμπόδιστη αφού δεν θα παρεμβάλλεται ο ίδιος, κι έτσι δεν θα κινδυνεύει να περάσει απαρατήρητη!
»Αλλά τώρα δέχεσαι και την δικιά του αγάπη και ξέρεις ότι είναι εκεί. Πάντα ήταν. Τώρα πια το ξέρεις καλά. Γιατί τώρα δεν θα πέσεις ποτέ στην παγίδα να αναρωτηθείς αν είναι περιττή. Αν ήταν περιττή… Γιατί καμιά αγάπη δεν είναι ποτέ περιττή. Γιατί κάθε αγάπη είναι πολύτιμη. Κάθε αγάπη είναι μοναδική και αναντικατάστατη. Δεν θα το ξεχάσεις ποτέ αυτό. Δεν θα επιτρέψεις ποτέ στην ψυχή σου να το κάνει…»
«Ας πούμε… ότι είναι μια κληρονομιά που μου άφησε φεύγοντας…»
«Μπορείς να το πεις κι έτσι…»
«Καλά όλα αυτά. Όμως εσείς πως τα μαντέψατε. Θέλω να πω πως…»
«…πως μπήκα στη θέση του. Κοίτα… οι ζωές των ανθρώπων δεν διαφέρουν και πολύ. Τα ¨καλούπια¨, τα ¨μοντέλα¨ δεν είναι και πάρα πολλά. Σε κάτι που ξεχωρίζουμε είναι στο περίβλημα. Ίσως-ίσως και στις συμπεριφορές. Ο πυρήνας, το παρασκήνιο -αν θες- είναι ίδιο. Να… όπως τώρα. Εσύ θάβεις πατέρα, εγώ γιο. Και οι δυο μας χάνουμε κάτι πολύτιμο. Και οι δυο τους εκεί κάτω χάνουν επίσης κάτι πολύτιμο. Είμαι ο πατέρας που θα μπορούσες να είχες, είσαι ο γιος που θα μπορούσα να είχα.
»Τόση ώρα μιλάω στο γιο μου που είναι εκεί κάτω, κοιτάζοντας εσένα. Κι εσύ τόση ώρα ακούς τον πατέρα σου που ετοιμάζεσαι να ¨σκεπάσεις¨, κοιτάζοντας εμένα.»
«Μόνο που ο δικός μου πατέρας δεν θα μίλαγε ποτέ έτσι.»
«Ούτε ο δικός μου γιος θα άκουγε έτσι.»
«…!»
«Ποτέ δεν είναι αργά για ν αλλάξεις κάτι… ακόμα και μετά το τελευταίο δευτερόλεπτο…»
Δεν χάνονται οι άνθρωποι μόνο αν τους σκεπάσεις με χώμα. Χάνονται κι αν τους σκεπάσεις με αδιαφορία, με εγκατάλειψη, με απόρριψη, με λήθη…
Έσκυψε κι’ άλλο. Με το μοναδικό δάκρυ να χάσκει τώρα πάνω από τον ορθάνοιχτο κάτω κόσμο, περίμενε να φύγει κι’ ο τελευταίος θεατής. Μ’ ένα νεύμα διέταξε τους «βαρκάρηδες» να μην το σκεπάσουν. Ήθελε να μείνουν μόνοι. Δεν είχε ακόμη προλάβει να του πει τίποτα. Τριάντα τόσα χρόνια μαζί και τώρα θυμήθηκε ο ευλογημένος να του τα πει όλα.
Πως του άρεσε να χώνεται στην αγκαλιά του. Πως ανησυχούσε που κάπνιζε πολύ. Πως δεν τον φρόντισε όπως του άξιζε. Πως με κανέναν στον κόσμο αυτό δεν ήθελε να τον ανταλλάξει. Πως δεν θυμόταν ποτέ να του είπε πόσο πολύ τον αγαπούσε. Πως έφευγε τώρα που τον είχε θανάσιμη ανάγκη.
Και άλλα, που τον άφηναν αδιάφορο λίγο πριν.
Κι όμως δεν πίστευε ποτέ ότι θα έφτανε καιρός που θα σκεφτόταν έτσι για εκείνον. Η αλήθεια ήταν ότι δεν πίστευε καν ότι θα τον σκεφτόταν. Αν δεν τον απατούσε η μνήμη του, είχαν περάσει χρόνια που είχε ν ασχοληθεί σοβαρά μαζί του. Η ψυχή του τον είχε εγκαταλείψει σε μια αθέατη γωνιά της. Σ εκείνη που είχε ξεχάσει τόσα χρόνια να φωτίσει και που τώρα -έστω και αργά- είχε ξεσηκωθεί και ήθελε όσο τίποτα να το κάνει.
Να το κάνει όμως για ποιόν;
Το ωχρό εκμαγείο που ατένιζε τον ουρανό από κάτω, δεν ήταν τίποτε άλλο από τη δική του αντανάκλαση. Ήθελε να βρεθεί όλος εκεί και να το αγκαλιάσει. Να σφίξει το κομμάτι της ψυχής του που έφευγε μαζί μ εκείνον. Να μην αφήσει τίποτα να του φύγει πια…
Νύχτωνε, κι οι «βαρκάρηδες» βιάζονταν. Δεν τους έδωσε σημασία και συνέχισε να του μιλάει, να τον αγκαλιάζει, να τον φροντίζει…
Η τελευταία φροντίδα. Αυτή που δεν είχε ποτέ για εκείνον και που τώρα έτσι όπως έβγαινε ψηλά από το στέρνο, ήταν έτοιμη να του κόψει σαν λεπίδα την ανάσα.
Κοίταξε γύρω. Αδερφός πουθενά. Μόνο μια μητέρα, που επέστρεφε με σπουδή στον δικό της πάνω κόσμο, για να βρει ξανά την ασφάλειά της σ αυτόν.
Δεν την αδικούσε. Δεν την έκρινε. Δεν ήταν ο κατάλληλος πια γι αυτό.
Θα ήθελε μόνο, να τον είχαν αγαπήσει λίγο πιο πολύ. Να τον είχαν πονέσει λίγο πιο πολύ…
«Εδώ δεν προσπαθήσαμε καν να τον γνωρίσουμε.» φώναξε στους «βαρκάρηδες» που δεν άντεχαν άλλο να περιμένουν και απειλούσαν να φύγουν.
Έβγαλε σαν υπνωτισμένος από την τσέπη του από εκατό ευρώ και τους μοίρασε. Η υπομονή επανήλθε αμέσως στα φυσιολογικά -για το αντίτιμο- επίπεδα.
Απερίσπαστος, κι έχοντας κερδίσει λίγο χρόνο ακόμα, κάθισε στο χείλος του πάνω κόσμου, με τα πόδια να αιωρούνται από την οροφή του κάτω κι άφησε να βγει μια ανάσα βαριά.
«Να γνωρίσετε ποιόν;» ακούστηκε κάτι σαν ψίθυρος από δίπλα.
Σάστισε. Σηκώθηκε και κοίταξε γύρω. Ήταν τελείως μόνος. Τα φτυάρια πεταμένα. Οι «βαρκάρηδες» μακριά, ακόνιζαν την υπομονή με την τσέπη τους…
Δεν καταλάβαινε τίποτα. Και δεν ζούσε σε όνειρο, ήταν σίγουρος ότι είχε ακούσει τη φωνή.
«Ποιόν να γνωρίσουμε! Άντε τώρα να εξηγείς στον καθένα τη ζωή σου. Να καταλάβει τι;» μονολόγησε δυνατά.
«Μη το λες, ένας απ έξω ίσως θα τα έβλεπε πιο καθαρά.» Ήρθε ξερή η απάντηση για να τον τινάξει και πάλι όρθιο.
«Μα… είναι κανείς; Ποιος μιλάει;» φώναξε στον αέρα γύρω.
«Εγώ!» ακούστηκε η λέξη, πιο κρυστάλλινη τώρα. Είχε αρχίσει να νυχτώνει, όμως η κατεύθυνση της φωνής οδηγούσε αυτή τη φορά τα μάτια του σωστά. Πίσω απ τον απέναντι τάφο -ανοιγμένο κι αυτόν- ξεπρόβαλε τώρα, ό,τι είχε απομείνει απ αυτή τη φωνή.
«Εσείς;»
«Όπως βλέπεις, κανείς δε γλιτώνει από τούτη δω τη θέση. Και εδώ που τα λέμε, τι να είσαι μέσα, τι να είσαι απ έξω. Ο θάνατος κλείνει μόνο ένα κύκλο. Από πια μεριά του θα είσαι, λίγη σημασία έχει.»
«Ναι… αλλά εμείς είμαστε ακόμα από τη μεριά των ζωντανών.»
«Λάθος. Αυτό που βλέπεις πολλές φορές, δεν είναι παρά μόνο μια εικόνα που έχει ο θάνατος. Μια από τις πολλές. Μια άλλη βρίσκεται τώρα μπροστά σου. Γιατί είσαι –εξάλλου -τόση ώρα πάνω από τον τάφο του; Σα να θέλεις κι εσύ να μπεις μέσα. Έτσι δεν είναι;»
«Έτσι…»
«Πατέρα θάβεις;»
«Ναι. Εσείς… γιο;»
«Γιο…»
«Λυπάμαι! Πρέπει να είναι πιο σκληρό.»
«Είναι. Αν κι εγώ τον έχω χαμένο χρόνια τώρα.»
«Τον έχετε;»
«Ναι, γιατί απορείς; Με το θάνατο δεν ξεμπερδεύεις ποτέ. Δεν έχει παρελθόν ή μέλλον. Μόνο παρών. Την απώλεια, το κενό που αφήνει το κουβαλάς πάντα. Δεν χάνονται οι άνθρωποι μόνο αν τους σκεπάσεις με χώμα. Χάνονται κι αν τους σκεπάσεις με αδιαφορία, με εγκατάλειψη, με απόρριψη, με λήθη. Είναι πολλές οι κηδείες που τους κάνουμε πολύ πριν τη τελευταία, έτσι που όταν έρθει η ώρα γι αυτήν, ζούμε κάτι που απλά έχουμε ξαναζήσει.»
«Και τότε εσείς, γιατί είσαστε τώρα έτσι;»
«Πως είμαι;»
«Να… έχετε την ίδια όψη με το γιο σας εκεί κάτω. Ωχρό εκμαγείο!»
«Γιατί… σου είπε κανείς ότι συνηθίζεις ποτέ το θάνατο; Κάθε φορά κι από κάτι καινούργιο χάνεις. Δεν είναι απαραίτητο να το παρατηρήσουν οι άλλοι. Όταν όμως συμβεί, μπορεί και να σοκάρει.»
«Όπως τώρα!»
«Τον αγαπούσες;»
«Ποιόν;»
«Να… ακόμα και τώρα φοβάσαι. Φοβάσαι να του το πεις. Θες, αλλά φοβάσαι τον ¨άλλον¨. Έτσι;»
«Ποιόν άλλον;»
«Έλα τώρα, μην κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις. Κι εγώ ένας ¨άλλος¨ υπήρξα γι αυτό και ξέρω. Για τους περισσότερους έτσι είναι. Άμα δεχτείς να παίξεις αυτό το ρόλο… του ¨άλλου¨, τότε δεν είναι δύσκολο. Και ο δικός μου γιος ζούσε με ¨άλλο¨ πατέρα. Ξένο; Κάλπικο; Διαφορετικό; Όπως θες πες τον. Πάντως όχι το δικό του. Δεν τον αδικώ που δεν τον αγάπησε. Ψέματα! Μάλλον που δε τον πόνεσε. Στο κάτω-κάτω, ναι, ντρεπόταν που είχε έναν τέτοιο πατέρα. Νομίζεις δεν το ξέρω; Μαθαίνεις να μην αγαπάς από μικρός έναν τέτοιο πατέρα. Ή για να είμαι δίκαιος, μαθαίνεις να μη του το λες. Άμα ξεχνάς όμως να λες στους ανθρώπους ότι τους αγαπάς, μάτια μου, στο τέλος -τι τα θες- ξεχνάς και να τους αγαπάς.»
«Η αγάπη είναι και υπόθεση μνήμης δηλαδή;»
«Ας πούμε ότι η μνήμη κρατά ζωντανό το συναίσθημα.»
«Και τότε γιατί το δικό μου έμεινε τόσα χρόνια ζωντανό, ενώ δεν θυμάμαι ποτέ να του είπα ότι τον αγαπάω;»
«Ποιος σου είπε ότι δεν του το έλεγες;»
«Εγώ; Πως… δεν ξέρω τι μου γίνεται;»
«Θα σου πω μια ιστορία. Άκουσέ την προσεκτικά. Δεν την έχω ξαναπεί. Ούτε στο γιο μου.
»Οι άνθρωποι από τότε που γεννιόνται δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να προσπαθούν ν αλλάξουν τα πάντα γύρω τους. Παρατήρησε τα μωρά. Αν τ αφήσεις, έστω και ένα λεπτό, δεν πρόκειται να μείνει τίποτα όρθιο. Στην εφηβεία; Τα ίδια. Ανάστα ο Κύριος! Από κει και πέρα οι ρυθμοί αλλάζουν, μειώνονται. Οι άνθρωποι προγραμματίζονται, μπαίνουν σε καλούπια. Οι περισσότεροι τουλάχιστον. Φτιάχνουν το δικό τους καλούπι, χώνονται μέσα (για την ακρίβεια γίνονται ένα μ’ αυτό) και μετά από κει, παρατηρούν τον κόσμο. Πρέπει όμως κάποια στιγμή να βγουν έξω και να βρουν ανθρώπους για να ζήσουν μαζί τους. Ως εδώ καλά; Είναι πιο εύκολο γι αυτούς λοιπόν -πιο βολικό αν θες- να τους βάλουν σε ίδια με τα δικά τους καλούπια για να μπορούν να επικοινωνούν καλύτερα. Τώρα -κι εδώ πρόσεξε τι σου λέω- όποιος προλάβει χώνει τον άλλο στο δικό του. Το γνωστό παιχνίδι εξουσίας. Ο δυνατός πάντα πάνω απ’ τον αδύναμο. Έτσι κι εδώ. Σε βρήκα μπόσικο; Σε αλλάζω, σε φτιάχνω στα μέτρα μου, σε ντύνω με τα ρούχα μου, σε φωτίζω με τη λάμψη μου, σε παραγεμίζω με τις ιδέες μου και μετά… μετά σε εγκαταλείπω εκεί δίπλα για να μου κάνεις παρέα στη ζωή. Τίποτα πιο απλό απ αυτό. Σκέψου μόνο ότι είναι κάτι που το μαθαίνεις από μικρός. Άρα δεν είναι δύσκολο. Μάλλον είναι κάτι που το κάνεις αντανακλαστικά…»
«Ωραία… αλλά δεν καταλαβαίνω πότε είπα στο πατέρα μου ότι τον αγαπάω…»
«Μη βιάζεσαι, θα φτάσουμε κι εκεί. Οι άνθρωποι λοιπόν με τα χρόνια μαθαίνουν να ζουν έτσι. Κάποιοι απ αυτούς ¨καταπίνονται¨ στην κυριολεξία από τους άλλους, τόσο που δεν ξεχωρίζουν και οι ίδιοι πια, τίνος τη ζωή ζουν. Μπορεί να την περάσουν και ολόκληρη μ αυτόν τον τρόπο. Να μην καταλάβουν τίποτα. Να μη νοιώσουν τίποτα το περίεργο ή το αφύσικο. Να μην πάρουν μυρωδιά. Σα να ξαναγεννήθηκαν σ ένα άλλο σώμα που μιλάει, αναπνέει, ζει γι αυτούς…
»Είναι αλήθεια βέβαια πως για πολλούς αυτό είναι ανακουφιστικό. Λυτρωτικό θα έλεγα…»
«Ποιο;»
«Μα να ακουμπάνε τη ζωή τους πάνω σε άλλες. Ανήμποροι να την κουβαλήσουν μόνοι, την ξαποσταίνουν πάνω στον πρώτο που θα τους ρίξει σανίδα. Κι από κει και πέρα την ξεχνάνε. Ζουν μηχανικά ακολουθώντας την άλλη πορεία…»
«Έτσι όπως τα λέτε, θα νομίσει κανείς ότι οι μισοί άνθρωποι ζουν τη ζωή των άλλων μισών…»
«Πάλι βιάζεσαι… Καθώς περνούν τα χρόνια όμως, πολλοί αποφασίζουν ν αλλάξουν πράγματα στη ζωή τους. Άλλοι καταφέρνουν να την πάνε ένα βήμα μπροστά, άλλοι… αφήνονται να παρασυρθούν προς τα πίσω. Τότε είναι που οι ισορροπίες διαταράσσονται στις ζωές τους. Αυτός που στην αρχή ¨δέχτηκε¨ να παίξει το ρόλο ενός ¨άλλου¨ προκειμένου να συνυπάρξετε, έρχεται τώρα να επαναστατήσει και να σου ¨πει¨ ότι κουράστηκε να το κάνει. Μπορείς λοιπόν εσύ ή να προσαρμοστείς στην νέα κατάσταση ή να τον αγνοήσεις και να συνεχίσεις σα να μην τρέχει τίποτα. Και στις δυο περιπτώσεις έχεις κάνει φυσικά το ίδιο λάθος. Είτε γιατί διαιωνίζεις το αρχικό, είτε γιατί ενώ είχες την ευκαιρία δεν το διόρθωσες.
»Πρόσεξε, γιατί εδώ μπαίνει και η αγάπη που λέγαμε. Είπες προηγουμένως ότι δεν γνωρίσατε τον πατέρα σου. Ότι δεν προσπαθήσατε καν. Έτσι ;»
«Έτσι.»
«Αναρωτήθηκες ποτέ γιατί το κάνατε ;»
«Γιατί… γνωρίζαμε αυτόν που είχε φτιάξει ο καθένας μας. Αυτό προφανώς μας αρκούσε. Δεν ξέρω πάλι…»
«Και όχι μόνο… Αφού λοιπόν αυτόν που φτιάξατε, δεν μπορούσατε, εκ των πραγμάτων, να τον αγαπήσετε, γιατί; μα γιατί ήταν άλλος, όχι ο αυθεντικός, ο ατόφιος. Τι κάνατε τότε; Τον περιφέρατε στην άβυσσο του μυαλού σας προσπαθώντας να τον διορθώσετε καταλαβαίνοντάς τον, κι όχι αγαπώντας τον.
»Κι επειδή φυσικά δεν μπορεί κανένας να κατανοήσει κάποιον που υποδύεται έναν εαυτό που δεν είναι -ακόμα κι αν αυτός ο εαυτός είναι δημιούργημά του- κάνει κάτι πολύ απλό. Τον βάζει στο περιθώριο και παύει να ασχολείται μαζί του μέχρι το τέλος. Αυτό που κάνατε κι εσείς. Αυτό που έκαναν και σε μένα. Αυτό που κάνουμε σχεδόν όλοι…»
«Ναι όμως εγώ νοιώθω ότι τον αγαπούσα πάντα, μόνο…»
«…μόνο που δεν του το είπες ποτέ γιατί πίστεψες ότι δεν θα το καταλάβει. Ή αλλιώς. Το είπες μόνο για να το καταλάβει. Μόνο εκεί… Αυτό βέβαια όπως αντιλαμβάνεσαι τώρα δεν ήταν αρκετό. Έτσι δεν είναι; »
«Κάπως έτσι…»
«Έτσι…. πως αλλιώς; Δεν απευθύνθηκες ποτέ στο συναίσθημά του, μόνο στη λογική του. Κι όπως εσύ περίμενες μόνο να σε καταλάβει και όχι να σε αισθανθεί, έτσι κι εκείνος απέμεινε μόνος, να ελπίζει από σένα την κατανόηση κι όχι την αγάπη. Το συναίσθημα αυτό το είχατε μετατρέψει κι οι δυο σε κάτι δυσνόητο, σχεδόν αδικαιολόγητο. Ποτέ δεν είπατε ο ένας στον άλλον ότι δεν είναι ¨αρκετή¨ η αγάπη του. Δεν σας απασχόλησε ποτέ αυτό. Μόνο λέγατε… δεν είναι ¨απαραίτητη¨! Έτσι;»
«Έτσι…!»
«Σα να ντρεπόσαστε να πείτε ο ένας στον άλλον πως τον αγαπάτε. Σα να το θεωρούσατε αυτό μια πράξη με πολύ κόπο για μια τόσο μικρή ανταμοιβή. Για σκέψου. Η αγάπη! Το κυρίαρχο συναίσθημα. Αυτό που κινεί τα νήματα. Το είχατε ¨σμικρύνει¨. Το είχατε κάνει αντικείμενο διαπραγμάτευσης στις ¨αγορές¨ του μυαλού σας…
»Την αγάπη, παιδί μου, δεν περιμένεις να την καταλάβει κανείς. Περιμένεις μόνο από τον άλλο ν αδειάσει το χώρο, όλο το χώρο, για να τη στολίσει μέσα του, στο πιο εμβληματικό του σημείο. Κι εκείνη, η αγάπη δηλαδή, πρέπει να έχει τέτοια δύναμη, ώστε να βρει το χώρο ακόμα κι αν δεν έχει μείνει ούτε σπιθαμή εκεί μέσα…
»Σε σας οι χώροι αυτοί ήταν κατειλημμένοι τόσα χρόνια. Είναι έτσι;»
«Έτσι… έτσι…»
«Και τώρα… μετά το τέλος, αυτά τα άλλα συναισθήματα, έδωσαν τη θέση τους σ αυτή την άλλη αγάπη. Ο θυμός, ο φόβος, η οργή, η απόγνωση, η ντροπή, η ενοχή, η αποστροφή, έσβησαν με το θάνατο.
»Μα θα μου πεις, ο θάνατος γεννά αγάπη; Θα έλεγα απελευθερώνει αγάπη και την πάει εκεί που θα έπρεπε να πάει όσο υπήρχε ζωή. Γι αυτό τώρα σε πλημμυρίζει αγάπη για το νεκρό πατέρα σου. Δεν νοιώθεις ντροπή γι αυτόν, ούτε για σένα. Δε νοιώθεις πια θυμό ή ενοχή. Από δω και μπρος θα κυκλοφορεί ανεμπόδιστη αφού δεν θα παρεμβάλλεται ο ίδιος, κι έτσι δεν θα κινδυνεύει να περάσει απαρατήρητη!
»Αλλά τώρα δέχεσαι και την δικιά του αγάπη και ξέρεις ότι είναι εκεί. Πάντα ήταν. Τώρα πια το ξέρεις καλά. Γιατί τώρα δεν θα πέσεις ποτέ στην παγίδα να αναρωτηθείς αν είναι περιττή. Αν ήταν περιττή… Γιατί καμιά αγάπη δεν είναι ποτέ περιττή. Γιατί κάθε αγάπη είναι πολύτιμη. Κάθε αγάπη είναι μοναδική και αναντικατάστατη. Δεν θα το ξεχάσεις ποτέ αυτό. Δεν θα επιτρέψεις ποτέ στην ψυχή σου να το κάνει…»
«Ας πούμε… ότι είναι μια κληρονομιά που μου άφησε φεύγοντας…»
«Μπορείς να το πεις κι έτσι…»
«Καλά όλα αυτά. Όμως εσείς πως τα μαντέψατε. Θέλω να πω πως…»
«…πως μπήκα στη θέση του. Κοίτα… οι ζωές των ανθρώπων δεν διαφέρουν και πολύ. Τα ¨καλούπια¨, τα ¨μοντέλα¨ δεν είναι και πάρα πολλά. Σε κάτι που ξεχωρίζουμε είναι στο περίβλημα. Ίσως-ίσως και στις συμπεριφορές. Ο πυρήνας, το παρασκήνιο -αν θες- είναι ίδιο. Να… όπως τώρα. Εσύ θάβεις πατέρα, εγώ γιο. Και οι δυο μας χάνουμε κάτι πολύτιμο. Και οι δυο τους εκεί κάτω χάνουν επίσης κάτι πολύτιμο. Είμαι ο πατέρας που θα μπορούσες να είχες, είσαι ο γιος που θα μπορούσα να είχα.
»Τόση ώρα μιλάω στο γιο μου που είναι εκεί κάτω, κοιτάζοντας εσένα. Κι εσύ τόση ώρα ακούς τον πατέρα σου που ετοιμάζεσαι να ¨σκεπάσεις¨, κοιτάζοντας εμένα.»
«Μόνο που ο δικός μου πατέρας δεν θα μίλαγε ποτέ έτσι.»
«Ούτε ο δικός μου γιος θα άκουγε έτσι.»
«…!»
«Ποτέ δεν είναι αργά για ν αλλάξεις κάτι… ακόμα και μετά το τελευταίο δευτερόλεπτο…»
Lorem ipsum dolor sit amet, consectetur adipiscing elit. Ut elit tellus, luctus nec ullamcorper mattis, pulvinar dapibus leo.Lorem ipsum dolor sit amet, consectetur adipiscing elit. Ut elit tellus, luctus nec ullamcorper mattis, pulvinar dapibus leo.
Lorem ipsum dolor sit amet, consectetur adipiscing elit. Ut elit tellus, luctus nec ullamcorper mattis, pulvinar dapibus leo.Lorem ipsum dolor sit amet, consectetur adipiscing elit. Ut elit tellus, luctus nec ullamcorper mattis, pulvinar dapibus leo.
Lorem ipsum dolor sit amet, consectetur adipiscing elit. Ut elit tellus, luctus nec ullamcorper mattis, pulvinar dapibus leo.Lorem ipsum dolor sit amet, consectetur adipiscing elit. Ut elit tellus, luctus nec ullamcorper mattis, pulvinar dapibus leo.
Μαθαίνοντας να σχετίζομαι, να εκφράζομαι, να συγκρούομαι, να ζω μαζί, να ζω χωρίς, να επικοινωνώ, να διεκδικώ, να αυτοπροσδιορίζομαι, να συναισθάνομαι, να κατανοώ, να ανήκω, διαπιστώνω χρόνια τώρα μια βαθιά ανθρώπινη ανάγκη για εγγύτητα.
Όπως σε όλες τις “συναλλαγές” έτσι και σ αυτήν που όλοι διαπραγματεύονται το μεταξύ τους κοντά-μακριά, αυτό που έχει σημασία είναι η αποδοχή βασικών κανόνων που ορίζουν την επικοινωνία…
Lorem ipsum dolor sit amet, consectetur adipiscing elit. Ut elit tellus, luctus nec ullamcorper mattis, pulvinar dapibus leo.
Τέχνες / Λογοτεχνία – Βιβλίο Η ΕΜΠΝΕΥΣΗ ΤΟΥ “ΖΩΝΤΑΣ ΜΑΖΙ”...
Τέχνες / Λογοτεχνία – Βιβλίο Δεν...
Τέχνες / Λογοτεχνία – Βιβλίο Τέχνες / Λογοτεχνία – Βιβλίο...
Email επικοινωνίας: zontasmazi@gmail.com
Copyrights © 2020. Made by Greenmind | Όροι Χρήσης – Πολιτική Cookies